Στις
22 Μαρτίου συζητήθηκε ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας η
νομιμότητα του haircut που επεβλήθη στους κατόχους ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ως «αναγκαίο»
μέτρο για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, εν είδει βιωσιμότητάς του.
Πρόκειται για τη συζήτηση των πρώτων αιτήσεων ακυρώσεως, οι οποίες ασκήθηκαν πριν
από ένα περίπου χρόνο, από φυσικά και νομικά πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και
προμηθευτές των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Οι εν λόγω αιτήσεις
στρέφονται κατά των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου και των υπουργικών
αποφάσεων[1], με τις οποίες καθορίστηκαν
οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία συμμετοχής των ιδιωτών στην
αναδιάταξη του ελληνικού δημοσιονομικού χρέους, και προβλέφθηκε η υποχρεωτική αντικατάσταση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που
κατείχαν, αφ’ ενός με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου, και αφ’
ετέρου με νέους τίτλους έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής
Σταθερότητας.
Μείζονος
σημασίας για τις φαρμακευτικές εταιρείες και εν γένει για τους προμηθευτές των
νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. είναι η έκβαση των εν λόγω ακυρωτικών δικών, δεδομένου
ότι η ομάδα των συγκεκριμένων νομικών προσώπων απέκτησε «υποχρεωτικά» ex lege
ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, και μάλιστα μηδενικού επιτοκίου.
Με τις
σχετικές διατάξεις του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010 προβλέφθηκε ότι οι «οφειλές των νοσοκομείων του ΕΣΥ, του
Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου, του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγηνίτειου
Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκύψει από την προμήθεια
φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, για
τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία
αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009» εξοφλούνται με ομόλογα
του Ελληνικού Δημοσίου, ετήσιας, διετούς ή τριετούς διάρκειας (ανάλογα με
το αν πρόκειται για οφειλές του έτους 2007, 2008 και 2009). Κατ’ εξουσιοδότηση
της ανωτέρω διάταξης, με σχετική υπουργική απόφαση[2] προβλέφθηκε η επανέκδοση (reopening), στις 07.02.2011, τριών ειδικών ομολογιακών δανείων μηδενικού επιτοκίου,
με σκοπό την ανάληψη από το Ελληνικό Δημόσιο οφειλών των νοσοκομείων προς τους
προμηθευτές τους[3].
Εντούτοις, μόλις ένα χρόνο αργότερα, οι κατά τα ανωτέρω προμηθευτές υπήχθησαν,
αδιακρίτως, μαζί με τους υπόλοιπους ιδιώτες επενδυτές- κατόχους ομολόγων του
Ελληνικού Δημοσίου - σε ένα πρόγραμμα υποχρεωτικής ανταλλαγής των ομολόγων
τους.
Η
επιβληθείσα ανταλλαγή είχε, καταρχήν, ως αποτέλεσμα, τη μείωση της ονομαστικής
αξίας των απαιτήσεων των προμηθευτών (για ήδη παραδοθείσες προμήθειες) σε
ποσοστό 53,50%. Ουσιαστικά, όμως, η ανωτέρω οικονομική επιβάρυνση ήταν ακόμη
μεγαλύτερη, δεδομένου ότι τα παλαιά ομόλογα ήταν πληρωτέα στις
προπεριγραφόμενες ημερομηνίες, ενώ αυτά που χορηγήθηκαν σε αντικατάσταση των
παλαιών θα εξοφλούνται τμηματικά μέχρι το έτος 2042, μη προσμετρούμενης στην εν
λόγω οικονομική ζημία και αυτής που προκλήθηκε από την καταβολή του
αναλογούντος Φ.Π.Α, μετά την έκδοση των σχετικών τιμολογίων, για χρηματικά ποσά
που δεν είχαν πραγματικά εισπραχθεί.
Κατά
τη διάρκεια της πολύωρης επ’ ακροατηρίω συζήτησης προβλήθηκαν εκτενώς οι
νομικοί ισχυρισμοί, τόσο των αιτούντων, όσο και του Ελληνικού Δημοσίου και της
Τράπεζας της Ελλάδος. Ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία, πέραν των γενικών
ακυρωτικών λόγων, αναπτύχθηκε σε σχέση με την υποχρεωτική ανταλλαγή, ένεκα της ενεργοποίησης των ρητρών συλλογικής
δράσης, των ομολόγων «ειδικού σκοπού», και συγκεκριμένα των ομολόγων που
είχαν δοθεί ως αποζημίωση στους πρώην εργαζομένους της Ολυμπιακής Αεροπορίας, των
ομολόγων των Ελλήνων πολιτών- μικροκαταθετών και των προμηθευτών των
νοσοκομείων του Δημοσίου.
Ο μη
νόμιμος χαρακτήρας της υποχρεωτικής ανταλλαγής θεμελιώθηκε, μεταξύ άλλων:
α) Στις διατάξεις του
άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα
Δικαιώματα του Ανθρώπου και της παρ.1 του άρθρου 17 του Συντάγματος, οι οποίες
κατοχυρώνουν τον σεβασμό της περιουσίας του ανθρώπου (περιλαμβάνουσα
εννοιολογικά και τις απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημόσιου ή
ιδιωτικού δικαίου, αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, ή γεγεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο), το
οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, και εφόσον
καταβληθεί σε αυτό δίκαιη και έγκαιρη αποζημίωση, και τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας .
Δυνάμει των ανωτέρω, στην ειδικότερη περίπτωση των νοσοκομειακών
προμηθευτών υποστηρίχθηκε ότι η εν λόγω ανταλλαγή έγινε κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι
συνιστά το πλέον επαχθές μέτρο, εφόσον πλήττει αυτή καθαυτή τη βιωσιμότητα των
επιχειρήσεων.
β) Στις διατάξεις των
παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, οι οποίες κατοχυρώνουν την αρχή της ισότητας (ένεκα της
εξαίρεσης των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των κρατών-μελών κλπ)
και τη συμμετοχή στα δημοσιονομικά βάρη ανάλογα με τις οικονομικές δυνάμεις του
καθενός.
Επίσης, υποστηρίχθηκε ότι η επίμαχη ανταλλαγή των
ομολόγων που κατείχαν οι νοσοκομειακοί προμηθευτές προσβάλλει τον πυρήνα της συνταγματικά
κατοχυρωμένης επιχειρηματικής ελευθερίας τους, καθώς και τη δημόσια υγεία που
προστατεύεται από τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 21 του Συντάγματος.
Προβλήθηκε, μάλιστα, και η αναγκαιότητα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εφόσον το εν λόγω «κούρεμα» ακυρώνει εν
τοις πράγματι το «ωφέλιμο αποτέλεσμα» (effet utile) των
διατάξεων της κοινοτικής οδηγίας 2000/35/ΕΚ[4] για την καταπολέμηση των
καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές[5].
Η εν
λόγω οδηγία έχει πλέον αντικατασταθεί από την οδηγία 2011/7/ΕΚ[6],
η οποία στην όγδοη αιτιολογική σκέψη της εξαιρεί ρητά από το πεδίο εφαρμογής
της «οφειλές που αποτελούν αντικείμενο
διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιάρθρωσης χρέους».
Εντούτοις, κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, δεν
έχει παρέλθει η προθεσμία μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη[7].
Εξίσου
σημαντικοί ήταν οι νομικοί ισχυρισμοί που αντιτάχθηκαν υπέρ της νομιμότητας της
κρινόμενης ανταλλαγής, μεταξύ των οποίων το αυταπόδεικτο του δημοσίου
συμφέροντος, συνιστάμενο εν προκειμένω στη σταθερότητα της εθνικής οικονομίας,
του Ευρώ και στη διατήρηση του κοινωνικού ιστού, στην παρεμπόδιση της άσκησης
τυχόν «κερδοσκοπικών βέτο» μέσω της ενεργοποίησης των ρητρών συλλογικής δράσης και
το ότι το πρόγραμμα ανταλλαγής δεν αντίκειται στην κατοχυρούμενη από το
Σύνταγμα οικονομική ελευθερία, δεδομένου ότι οι λόγοι που υπαγόρευσαν την εν
λόγω νομοθετική ρύθμιση θεμελιώνουν το δημόσιο συμφέρον (αποτροπή βλάβης της
εθνικής οικονομίας), το οποίο καθιστά εν προκειμένω επιτρεπτή την επέμβαση του
νομοθέτη στη συμβατική σχέση.
Τα
εκατέρωθεν αναπτυχθέντα επιχειρήματα έχουν συγχρόνως νομική, οικονομική,
κοινωνική και εθνική υπόσταση. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η
κρινόμενη υποχρεωτική ανταλλαγή συνιστά μία εγκάρσια τομή του πυρήνα του
δικαιώματος στην περιουσία και της συνταγματικά κατοχυρωμένης οικονομικής και
επιχειρηματικής ελευθερίας των ομολογιούχων που, είτε επέλεξαν την αγορά τίτλων
του Ελληνικού Δημοσίου, ως την πλέον ασφαλή αποταμιευτική λύση, είτε τους
χορηγήθηκαν οι τίτλοι υποχρεωτικά από το Δημόσιο, εις εκπλήρωση των προς αυτούς
νομίμων υποχρεώσεών του. Εκκινώντας από τη συνταγματική αφετηρία της πλήρους
διάκρισης των τριών εξουσιών και της λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών
λειτουργών, οι δύο βασικοί άξονες, επί των οποίων θα κριθεί η νομιμότητα
της υποχρεωτικής ανταλλαγής των
επιλέξιμων τίτλων, συνιστούν, αφ’ ενός η εξέταση των ειδικών συνθηκών που νομιμοποιούν
τέτοιας έκτασης ποσοτική και ποιοτική συρρίκνωση του πυρήνα των ατομικών
δικαιωμάτων, και αφ’ ετέρου τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, δυνάμει των
οποίων θα κριθεί αν τηρήθηκε (ή μη) η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εν
αναμονή….
[1] Υπ’ αριθμ. 5/24.02.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ( ΦΕΚ Α΄37/24.02.2012)
για την: «Έναρξη διαδικασίας τροποποιήσεως επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός
όρων ανταλλαγής τους», υπ’ αριθμ. 10/09.03.2012
Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄50/09.03.2012) για την «Έγκριση της
απόφασης των Ομολογιούχων να αποδεχθούν την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων,
όπως η απόφαση αυτή βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της
Διαδικασίας», υπ’ αριθμ. 2/20964/0023Α/09.03.2012 (ΦΕΚ Β΄682/2012)
απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με θέμα «Υλοποίηση των επιλέξιμων
τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ του Ελληνικού Δημοσίου».
[2] Υπ’ αριθμ. 2/12132/0023 Α/2011
(ΦΕΚ 337/02.03.2011) απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών.
[3] Συγκεκριμένα, για οφειλές των ετών
2007, 2008 και 2009 επανεκδόθηκαν ομόλογα με αντίστοιχους κωδικούς ISIN GR0326041242, GR 0326042257
και GR0326043263 και με
αντίστοιχη ημερομηνία λήξεως 22.12.2011, 22.12.2012 και 22.12.2013.
[4] Οδηγία 2000/35 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 2000 για την
καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, L. 200/35-38.
[5] Σύμφωνα, ειδικότερα, με τις υπ’
αριθμ. 9 και 10 αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω οδηγίας «Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους
κανόνες και τις πρακτικές πληρωμής παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της
εσωτερικής αγοράς. Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζονται
σημαντικά οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό αντιβαίνει προς
το άρθρο 14 της συνθήκης, δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες θα πρέπει να έχουν τη
δυνατότητα να συναλλάσσονται σε όλη την εσωτερική αγορά υπό συνθήκες που να
εξασφαλίζουν ότι οι διασυνοριακές αλλαγές δεν συνεπάγονται μεγαλύτερους
κινδύνους από τις εγχώριες πωλήσεις».
[6] Οδηγία 2011/7 του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011 για την
καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, ΕL 48/1-10.
[7] Σύμφωνα με το άρθρο 12 της εν λόγω
οδηγίας, η προθεσμία μεταφοράς των άρθρων 1 έως 8 και 10 αυτής λήγει την 16η
Μαρτίου 2013.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Pharma & Health Business», στο 13ο τεύχος Μαρτίου του 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου