Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Εφαρμογή Κανόνων Ιατρικής Δεοντολογίας κατά τη Διασυνοριακή Παροχή Ιατρικών Υπηρεσιών. Εύα Κων. Κίτσιου


Το άρθρο 56 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διασφαλίζει την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά. Στην έννοια των υπηρεσιών περιλαμβάνονται και όσες απορρέουν από την άσκηση νομοθετικά  κατοχυρωμένων επαγγελμάτων, όπως του ιατρού, του δικηγόρου, του πολιτικού μηχανικού κλπ.
Η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών δεσμεύει, μεταξύ άλλων, και τις νομικά αυτόνομες επαγγελματικές ενώσεις, οι οποίες δεν υπόκειται σε δημοσίου δικαίου κανόνες και οι οποίες θέτουν ή/και ελέγχουν την εφαρμογή των επαγγελματικών κανόνων που υπαγορεύονται από το γενικό συμφέρον, όσον αφορά στην οργάνωση, στα προσόντα, στη δεοντολογία, στη διαφήμιση κλπ. ορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι οι επιβαλλόμενοι επαγγελματικοί κανόνες μπορούν να εισάγουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, εφόσον οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί δεν καθιστούν δυσχερέστερη, στο κράτος υποδοχής, την παροχή υπηρεσιών από επαγγελματία, ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος.
Έτσι, η επιβολή πειθαρχικής κύρωσης άγουσας ακόμη και σε έκπτωση από το δικαίωμα ασκήσεως του επαγγέλματος συνιστά, καταρχήν, περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η οποία, εντούτοις, μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας και των καταναλωτών. Για το λόγο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να εξετάζουν ad hoc, αν υφίσταται λογική συνέπεια μεταξύ του επιβαλλόμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου με αυτό σκοπού (έλεγχος της καταλληλότητας), και να ελέγχουν την αυστηρότητα του επιλεγέντος μέτρου ( έλεγχος της αναγκαιότητας).
Στην περίπτωση όμως, της παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών ο έλεγχος της αναγκαιότητας του μέτρου εξετάζεται από την άποψη του παρέχοντος διασυνοριακά υπηρεσίες, και συγκεκριμένα αν ο τρόπος της εφαρμογής των επαγγελματικών περιοριστικών κανόνων σε αυτή την κατηγορία επαγγελματιών, τους αποθαρρύνει εν τέλει από τη μετάβασή τους στο κράτος μέλος υποδοχής[1].
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καλείται να κρίνει την περίπτωση της επιβολής σε βάρος Έλληνα γιατρού πειθαρχικών κυρώσεων από τον ιατρικό σύλλογο άλλου κράτους μέλους, στο οποίο παρέχει περιστασιακά τις υπηρεσίες του. Οι πειθαρχικές κυρώσεις αφορούν, ειδικότερα, στην παραβίαση των κανόνων που έχει θέσει ο ιατρικός σύλλογος του κράτους υποδοχής σχετικά με: α) Τον τρόπο χρέωσης των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών, και β) Τη διαφήμιση των ιατρικών υπηρεσιών.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, ο κώδικας ιατρικής δεοντολογίας του κράτους υποδοχής προβλέπει ότι οι ιατρικές αμοιβές πρέπει να είναι ανάλογες των παροχών, εφόσον πρόκειται για χρέωση ιατρικής υπηρεσίας μη περιλαμβανόμενης στον «κώδικα κατατάξεως ιατρικών πράξεων». Δεδομένου ότι επρόκειτο για ιατρική πράξη μη περιγραφόμενη στον ανωτέρω πίνακα, ο εν λόγω γιατρός εφήρμοσε τον κωδικό χρεώσεως που ήταν πλησιέστερος στο είδος της υπηρεσίας για την οποία ζήτησε αμοιβή, ενώ όφειλε να εφαρμόσει χρέωση ανάλογη των παροχών του, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του λήπτη της υπηρεσίας.
Η νομιμότητα της επιβληθείσας κυρώσεως θα κριθεί, συνεπώς, στα πλαίσια της αρχής της αναλογικότητας, και ειδικότερα με έννομο κριτήριο το αν η απαρέγκλιτη εφαρμογή των περιοριστικώμ κανόνων που αφορούν στον τρόπο χρέωσης των ιατρικών υπηρεσιών εξυπηρετεί τη δημόσια υγεία και τους καταναλωτές και είναι το μόνο αποτελεσματικό μέσο για τη διασφάλιση των εν λόγω δημόσιων αγαθών.
            Επιπλέον, ιδιαίτερη έννομη επιρροή στη διείσδυση ελεύθερων επαγγελματιών στην αγορά άλλου κράτους μέλους ασκούν οι κανόνες που ισχύουν στο κράτος υποδοχής, όσον αφορά τη διαφήμιση. Έχει κριθεί, καταρχάς, ότι η διαφήμιση ασκεί «καθοριστικό ρόλο στις δυνατότητες μιας εταιρείας να εγκατασταθεί σε νέο κράτος μέλος και να αναπτύξει εκεί τις δραστηριότητές της»[2], κατά το μέτρο που επιτρέπει στους καταναλωτές «να εγκαταλείψουν τις παλαιές τους συνήθειες και κατά συνέπεια,[…] ευνοεί τον ανταγωνισμό»[3].
Με έννομη αφετηρία τις ανωτέρω παραδοχές, το ΔΕΚ έχει ήδη αξιολογήσει ορισμένες περιπτώσεις διαφήμισης ιατρικών δραστηριοτήτων, και έχει κρίνει ότι η απαγόρευση της διαφήμισης σπουδών ιατρικών επαγγελμάτων και ιατρικών-χειρουργικών θεραπειών στον τομέα της αισθητικής συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεδομένου ότι καθιστά δυσχερέστερη την πρόσβαση των επιχειρηματιών στην αγορά.
Στην εξεταζόμενη περίπτωση της διαφήμισης του Έλληνα γιατρού, το Δικαστήριο καλείται να κρίνει τη νομιμότητα ενός επιβαλλόμενου περιορισμού, που δεν αφορά τη διαφήμιση αυτή καθαυτή, αλλά το περιεχόμενό της, και ειδικότερα την απαγόρευση της πρόκλησης σύγχυσης και της παραπλάνησης του κοινού.
Σύμφωνα με την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα τυχόν επιβαλλόμενοι περιοριστικοί κανόνες ως προς τον τρόπο διαφήμισης των παρεχόμενων ιατρικών υπηρεσιών συνιστούν θεμιτό περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, εφόσον δεν εισάγουν διακρίσεις και έχουν ως σκοπό την προστασία των καταναλωτών και της δημόσιας υγείας και υπό την προϋπόθεση ότι οι επαπειλούμενες πειθαρχικές κυρώσεις (λόγω παραβίασης των εν λόγω κανόνων) είναι ανάλογες της κρινόμενης συμπεριφοράς.



[1] C-475/11, Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Perdo Cruz Villalon.
[2] C-500/06,  Προτάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2008.
[3]C-500/06,  Προτάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2008, σκ. 82. 


 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Pharma & Health Business», στο 12ο τεύχος Φεβρουαρίου του 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου