Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Τα Κοινοτικά Κριτήρια της Επιλογής από τον Ιατρό του Συνταγογραφούμενου Φαρμάκου στο Πλαίσιο του Εξορθολογισμού των Δημόσιων Δαπανών για την Υγεία. Εύα Κων. Κίτσιου

  1. Εισαγωγικά
          Το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας του πολίτη που κατοχυρώνει, αφενός η διάταξη της παρ.3 του άρθρου 21 του Συντάγματος ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του Συντάγματος, και αφετέρου η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 168 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΣΛΕΕ) συνεπάγεται, inter alia, τη συνταγογράφηση από τον ιατρό του φαρμάκου που αξιολογείται από αυτόν, δυνάμει επιστημονικών κριτηρίων, ως το καταλληλότερο για την υγεία του ασθενούς.
          Η ιδιαίτερη έννομη σημασία της επιβολής και του ελέγχου της εκπλήρωσης της υποχρέωσης συνταγογράφησης φαρμάκων με αμιγώς ιατρικά και φαρμακολογικά κριτήρια συνίσταται στην αποτροπή της εξάρτησης της φαρμακευτικής επιλογής του ιατρού από τυχόν οικονομικά ελατήρια, και δη από την παροχή οικονομικών και επαγγελματικών ωφελημάτων από μέρους των φορέων της εμπορικής αλυσίδας του φαρμάκου. Τα ανωτέρω συνταγογραφικά κριτήρια αναθεωρήθηκαν άμα τη εμφανίσει της προβληματικής σχετικά με τη διασφάλιση της βιωσιμότητας των δημόσιων φορέων ασφάλισης ασθένειας και την αναγκαιότητα της περιστολής των φαρμακευτικών δαπανών. Σε εξίσου βαρύνον συνταγογραφικό κριτήριο, έχει πλέον αναδειχθεί το φαρμακοοικονομικό κριτήριο, συνιστάμενο στην επιλογή του καταλληλότερου για τον ασθενή φαρμάκου δυνάμει δύο συνδυαστικά λειτουργούντων μεταξύ τους κριτηρίων. Το μεν πρώτο κριτήριο παραμένει επιστημονικό, το δε δεύτερο ανάγεται στην τιμή του φαρμάκου. Η δέσμευση του ιατρού να συνταγογραφεί με φαρμακοοικονομικά κριτήρια αναλύεται ειδικότερα στην υποχρέωση του να επιλέγει μεταξύ περισσότερων φαρμάκων της αυτής θεραπευτικής αποτελεσματικότητας για τον ασθενή ε-κείνο το οποίο διατίθεται σε χαμηλότερη τιμή.
          Στη σύγχρονη εποχή όπου γίνεται λόγος περισσότερο από ποτέ για βαθειά δημοσιονομική κρίση των κρατών παγκοσμίως και για την «αναγκαιότητα» της μείωσης των δημόσιων δαπανών για κοινωνικού χαρακτήρα παροχές, η εθνική και κοινοτική έννομη τάξη φέρεται να προτάσσει τη μείωση του κόστους της φαρμακευτικής περίθαλψης έναντι του απόλυτου χαρακτήρα της επιστημονικής ελευθερίας του συνταγογράφουντος ιατρού και κυρίως έναντι του υψηλού επιπέδου υγείας του πολίτη.

2.Τα συνταγογραφικά κριτήρια υπό το πρίσμα της από 22.04.2010 απόφασης του ΔΕΚ στην υπόθεση C-62/09 (Association of the British Pharmaceutical Industry VS Medicines and Healthcare Products Regulatory Agency).

Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ανοιγείσας δίκης, το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής ΔΕΚ) κλήθηκε να αποφανθεί σχετικά με το αν η εφαρμογή από δημόσιο φορέα υγείας προγράμματος παροχής οικονομικών κινήτρων σε ιατρούς[1], προκειμένου να συνταγογραφούν ένα ειδικώς επονομαζόμενο φάρμακο που υποστηρίζεται από το πρόγραμμα κινήτρων και το οποίο: α) είτε διαφέρει από το φάρμακο που συνταγογραφούσε προηγουμένως ο γιατρός στον ασθενή, β) είτε διαφέρει από αυτό που θα είχε συνταγογραφηθεί ενδεχομένως στον ασθενή, αν δεν υπήρχε το πρόγραμμα κινήτρων, αντίκειται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 94 της Οδηγίας 2001/83/ΕΚ (Κοινοτικός Κώδικας για τα Φάρμακα), η οποία απαγορεύει, στο πλαίσιο της προώθησης των πωλήσεων φαρμάκων, την παροχή δώρων, χρηματικών ωφελημάτων ή ωφελημάτων εις είδος σε πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να συνταγογραφούν ή να προμηθεύουν στους ασθενείς-καταναλωτές φάρμακα.
Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην υπ’ αρ. 17 αιτιολογική σκέψη της ανωτέρω απόφασης, τα υπό κρίση προγράμματα έχουν ως σκοπό να ωθήσουν τους γιατρούς, κατά τη διαμόρφωση των επιλογών τους σε ζητήματα θεραπευτικής μεθόδου, να συνταγογραφούν κατά προτίμηση ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα που ανήκουν στην ίδια θεραπευτική ομάδα με εκείνα που συνταγογραφούσαν προηγουμένως ή με εκείνα που θα είχαν συνταγογραφήσει εάν δεν ίσχυε το πρόγραμμα κινήτρων, και τα οποία περιέχουν διαφορετική ενεργό ουσία.
Το ΔΕΚ έκρινε ότι το εν λόγω πρόγραμμα οικονομικών κινήτρων δεν υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής της ανωτέρω κοινοτικής διάταξης, πολλώ μάλλον δεν αντίκειται στο γράμμα και στο πνεύμα αυτής, δεδομένου ότι:
ι) Η πολιτική υγείας, την οποία χαράσσει κάθε κράτος μέλος και η δημόσια χρηματοδότηση την οποία σχετικώς αποφασίζει, δεν επιδιώκουν κανένα σκοπό επιτεύξεως κέρδους ή εμπορικού χαρακτήρα (σκ.33).
ιι) Η επιβαλλόμενη με τη συγκεκριμένη διάταξη απαγόρευση δεν μπορεί να ισχύει για τις δημόσιες αρχές που είναι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία, δεδομένου ότι στις αρμοδιότητες των εν λόγω αρχών εμπίπτει, inter alia, αφ’ ενός, ο έλεγχος της εφαρμογής της ισχύουσας νομοθεσίας, στην οποία περιλαμβάνεται ιδίως και η ως άνω οδηγία, και αφ’ ετέρου, ο καθορισμός των προτεραιοτήτων στην πολιτική της δημόσιας υγείας, ιδίως όσον αφορά στον εξορθολογισμό των σχετικών δημόσιων δαπανών, με τη διαχείριση των οποίων είναι επιφορτισμένες (σκ. 32). 
ιιι) Η αποστολή των αρμόδιων για τη δημόσια υγεία εθνικών αρχών έγκειται, ως εκ της φύσεώς της, στην προστασία της δημόσιας υγείας, σε σχέση με την οποία αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη καθώς και την ευθύνη της αξιολογήσεως της θεραπευτικής αξίας των φαρμάκων, τα οποία εγκρίνουν προς διάθεση στο εμπόριο (σκ.34).
ιv) Δυνάμει της παρ.7 του άρθρου 168 της ΣΛΕΕ, το κοινοτικό δίκαιο δεν θίγει την αρμοδιότητα των κρατών-μελών να διαρρυθμίζουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως και, ειδικότερα να θεσπίζουν διατάξεις για τη ρύθμιση της καταναλώσεως φαρμακευτικών προϊόντων με σύγχρονη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας των συστημάτων ασφαλίσεως της υγείας και ιατρικής περιθάλψεως[2].
          Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το κοινοτικό δικαστήριο έκρινε τελικά ότι οι αρμόδιες για τη δημόσια υγεία εθνικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να καθορίζουν, βάσει αξιολογήσεων των θεραπευτικών ιδιοτήτων των φαρμάκων σε σύγκριση με το κόστος αυτών για τον κρατικό προϋπολογισμό, εάν, στο πλαίσιο της θεραπείας ορισμένων παθήσεων, η χορήγηση συγκεκριμένων φαρμάκων που περιέχουν ορισμένη ενεργό ουσία πρέπει, από απόψεως δημοσιονομικών επιπτώσεων, να προτιμάται σε σχέση με άλλα φάρμακα που περιέχουν διαφορετική ενεργό ουσία αλλά ανήκουν στην ίδια θεραπευτική ομάδα.
          Με την ανωτέρω κρίση του, το ΔΕΚ φέρεται να αποκλίνει, αν όχι να συγκρούεται, με την υπ’ αρ. 50 αιτιολογική σκέψη του Κοινοτικού Κώδικα για τα Φάρμακα, σύμφωνα με την οποία «Τα άτομα τα εξουσιοδοτημένα να χορηγούν συνταγές φαρμάκων πρέπει να είναι σε θέση να ασκούν τα καθήκοντά τους αυτά με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να επηρεάζονται από άμεσα ή έμμεσα οικονομικά κίνητρα». Από το περιεχόμενο της ανωτέρω αιτιολογικής σκέψης διαφαίνεται σαφώς η βούληση των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να αναγάγουν σε γενική αρχή του φαρμακευτικού δικαίου την απόλυτη απεξάρτηση της συνταγογραφικής επιλογής του ιατρού από οικονομικά ελατήρια. Δυνάμει της εν λόγω αρχής είναι, συνεπώς, μη ανεκτή, στα πλαίσια της κοινοτικής εννόμου τάξεως, η ευθεία ή η υπολανθάνουσα υπεισέλευση οποιοδήποτε οικονομικού παράγοντα στη διαμόρφωση της συνταγογραφικής κρίσης του ιατρού.
          Σήμερα, δέκα σχεδόν χρόνια μετά την ψήφιση του Κοινοτικού Κώδικα για τα Φάρμακα, η Ευρωπαϊκή Ένωση φέρεται να διαρρηγνύει τον απόλυτο χαρακτήρα της αρχής των συνταγογραφικών επιλογών επί τη βάσει αποκλειστικά και μόνο ιατρικών κριτηρίων. Με την πρόσφατη απόφαση του, το ΔΕΚ απεφάνθη επί της ουσίας ότι η αξιολόγηση από τον συνταγογραφούντα ιατρό, πέραν των επιστημονικών, και οικονομικών κριτηρίων, δεν ελλοχεύει κινδύνους για το υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας, εφόσον ο ιατρός δεν «συνταγογραφεί ορισμένο φαρμακευτικό ιδιοσκεύασμα, εάν αυτό δεν είναι κατάλληλο για τη θεραπευτική αγωγή του ασθενούς, και τούτο ανεξαρτήτως του εάν για τη συνταγογράφηση αυτού του ιδιοσκευάσματος παρέχονται οικονομικά κίνητρα από το κράτος» (σκ.40)[3]. Ασφαλιστική δικλείδα δε, της τήρησης από τον συνταγογραφούντα ιατρό της συγκεκριμένης ιδιαίτερης δεοντολογικής του υποχρέωσης συνιστά το ότι «κάθε ιατρός ασκεί το επάγγελμα του υποκείμενος στον έλεγχο των αρμόδιων για τη δημόσια υγεία δημόσιων αρχών… Επομένως, στο πλαίσιο αυτής της αποστολής με αντικείμενο τον έλεγχο και την εποπτεία της δραστηριότητας των ιατρών, οι δημόσιες αρχές ή οι εξουσιοδοτημένες επαγγελματικές οργανώσεις μπορούν να απευθύνουν στους ιατρούς υποδείξεις ως προς τη συνταγογράφηση φαρμάκων, χωρίς ωστόσο να διακυβεύεται, κατά τρόπο επιζήμιο, η αντικειμενικότητα των ιατρών υπό την έννοια της αιτιολογικής σκέψης 50 της οδηγίας 2001/83».  

          3. Τα οικονομικά συνταγογραφικά κριτήρια υπό το φως των αποκαλύψεων για τον ιό H1/N1.

          Αναμφίβολα εν τω μέσω μιας εποχής που φέρεται να μαστίζεται από βαθιά δημοσιονομική κρίση, σε συνδυασμό με τη συνεχή αύξηση των φαρμακευτικών δαπανών στα περισσότερα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εισαγωγή φαρμακοοικονομικών κριτηρίων στην επιλογή του συνταγογραφούντος ιατρού δεν προσκρούει καταρχήν σε συνταγματικού και κοινωνικού χαρακτήρα εμπόδια. Αφ’ ης στιγμής κυκλοφορούν στην αγορά δύο ή και περισσότερα φαρμακευτικά βιοϊσοδύναμα φάρμακα, τα οποία δύνανται να ικανοποιήσουν εξίσου ασφαλώς και αποτελεσματικά τη συγκεκριμένη φαρμακευτική ανάγκη του ασθενούς-καταναλωτή, δύσκολα μπορεί να ορθωθεί ένας σοβαρός αντίλογος, όσον αφορά την επιβολή της υποχρέωσης επιλογής του φθηνότερου εξ αυτών φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος.
          Παρά ταύτα, το αδιάβλητο της κρίσης όχι μόνο του ιατρού, αλλά κυρίως των δημόσιων φορέων που «προωθούν» τη συνταγογράφηση ειδικώς επονομαζόμενων φαρμάκων, τίθεται στο μικροσκόπιο ενόψει των αδιάλειπτων αποκαλύψεων που αφορούν στην οικονομική διασύνδεση μεταξύ των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και της φαρμακευτικής βιομηχανίας. Αντιπροσωπευτική περίπτωση που προκάλεσε θρυαλλίδα αντιδράσεων συνιστά η πρόσφατη αποκάλυψη της διασύνδεσης των επιστημόνων που συνέταξαν τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας σχετικά με τον ιό Α/Η1Ν1 με τις δύο φαρμακευτικές εταιρείες που παρασκεύαζαν τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα για την «αντιμετώπιση» του εν λόγω ιού.  
          Συγκεκριμένα, στις 11 Ιουνίου 2009, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε στα παγκόσμια μέσα μαζικής ενημέρωσης ότι σύμφωνα με τα επιστημονικά κριτήρια που εφαρμόζει ο εν λόγω Οργανισμός, ο παγκόσμιος πληθυσμός βρίσκεται στο κατώφλι μιας πανδημικής γρίπης. Μία εβδομάδα προ της επετείου της πανδημικής γρίπης Α/Η1Ν1 (γρίπη των χοίρων), και αφού οι κυβερνήσεις των περισσότερων κρατών ανά τον κόσμο είχαν δαπανήσει υπέρογκα ποσά για τα δύο συγκεκριμένα ιδιοσκευάσματα που προορίζονταν για τη φαρμακευτική αντιμετώπιση της εν λόγω πανδημίας, το παγκοσμίου φήμης έγκριτο περιοδικό British Medical Journal αποκάλυψε ότι ορισμένοι εκ των επιστημόνων που συνέταξαν τις οδηγίες για την εν λόγω «πανδημική» γρίπης είχαν στο παρελθόν εμπλακεί στη διαδικασία της έγκρισης των δραστικών ουσιών που περιείχαν τα εν λόγω φάρμακα[4].
          Αμηχανία και έκπληξη μας προκαλεί, συνεπώς, το γεγονός ότι σήμερα που η κοινωνική πραγματικότητα βρίθει σκανδάλων που αφορούν στη διαπλοκή οργάνων των δημόσιων φορέων που είναι επιφορτισμένοι με την προστασία της δημόσιας υγείας με φαρμακευτικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν το μέγιστον του οικονομικού κέρδους, το Δικαστήριο των ΕΚ «ελαστικοποιεί» τα συνταγογραφικά κριτήρια των ιατρών.
          Η πρόσφατη απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, κατά το μέρος που αναγνωρίζει ως νόμιμη την εφαρμογή ενός προγράμματος συνταγογράφησης φαρμάκων που παρασκευάζουν συγκεκριμένες φαρμακευτικές επιχειρήσεις, και κατ’ επέκταση κατά το μέρος που περιβάλλει με τον μανδύα της νομιμότητας την παρείσφρηση του παράγοντα «οικονομικό κέρδος» στην φαρμακευτική επιλογή του συνταγογραφούντος ιατρού, καθιστά το υψηλό επίπεδο δημόσιας υγείας βορά, έστω και κατά πιθανολόγηση, στην εξυπηρέτηση οικονομικών συμφερόντων. Και τούτο, ενώ η περιστολή των δημοσίων φαρμακευτικών δαπανών είναι ευκταία με τη θέσπιση μέτρων που ελλοχεύουν λιγότερους κινδύνους για την υγεία του ασθενούς, όπως με την προαγωγή των μηχανισμών συγκριτικής αξιολόγησης της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας φαρμάκων που ανήκουν στην ίδια θεραπευτική ομάδα (ήτοι φαρμάκων με την αυτή θεραπευτική ένδειξη) σε σχέση με την τιμή στην οποία διατίθενται στην φαρμακευτική αγορά και με το κόστος της έρευνας και της ανάπτυξης τους.


[1] Όπως αναφέρεται στην υπ’ αρ. 18 αιτιολογική σκέψη της εν λόγω απόφασης, ο υπολογισμός των παρεχόμενων οικονομικών κινήτρων πραγματοποιείται με δύο τρόπους. Πρώτον, τα ιατρεία συγκεντρώνουν μόρια με την επίτευξη ορισμένων στόχων όσον αφορά τη συνταγογράφηση, οι οποίοι μπορούν να συνίστανται στην αύξηση των συνταγών για ορισμένο ειδικώς επονομαζόμενο φάρμακο (χορηγούμενο, κατά ρητή αναφορά ή όχι, στη θέση άλλων φαρμάκων της ίδιας θεραπευτικής ομάδας).  Το ύψος του καταβαλλόμενου ποσού υπολογίζεται, ακολούθως, με βάση το σύνολο των μορίων που συγκεντρώθηκαν. Ο δεύτερος τρόπος υπολογισμού βασίζεται σε ατομικούς στόχους, δηλαδή το καταβαλλόμενο ποσό εξαρτάται από την επίτευξη ατομικού στόχου όπως παραδείγματος χάριν, η αύξηση γενικώς των συνταγών για ένα ειδικώς επονομαζόμενο φάρμακο ή η αύξηση του αριθμού των ασθενών, η θεραπευτική αγωγή των οποίων τροποποιήθηκε προκειμένου να τους χορηγηθούν φάρμακα που προτείνουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές.
[2] ΔΕΚ απόφαση της 2ας Απριλίου 2009, C-352/07 έως 356/07 έως 356/07, C-365/07 έως C-367/07 και C-400/07, A. Menarini Industrie Farmaceutiche Riunite κλπ. σκ. 19.
[3] Στα πλαίσια της κοινοτικής εννόμου τάξεως, η εν λόγω εξουσία των κρατών μελών δεν είναι απεριόριστη, αλλά ασκείται εντός των νομίμων ορίων που θέτουν οι διατάξεις της οδηγίας 89/105/ΕΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988, σχετικά με την διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και για την κάλυψη του κόστους στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας. Η εφαρμογή, συνεπώς από τις δημόσιες αρχές προγράμματος οικονομικών κινήτρων συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο, εφόσον βασίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και δεν έχει ως συνέπεια την εισαγωγή διακρίσεων μεταξύ των εγχώριων φαρμάκων και εκείνων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Οι αρμόδιες αρχές έχουν ειδικότερα την έννομη υποχρέωση να δημοσιοποιούν το πρόγραμμα οικονομικών κινήτρων, και να θέτουν στη διάθεση των επαγγελματιών του τομέα της υγείας και της φαρμακευτικής βιομηχανίας τις αξιολογήσεις οι οποίες πιστοποιούν την ισοδυναμία, από θεραπευτικής απόψεως, των διαθεσίμων ενεργών ουσιών που ανήκουν στην  πρόγραμμα θεραπευτική ομάδα.
[4] British Medical Journal, 3/06/2010, WHO and the pandemic flu “conspiracies”, Deborah Cohen, featuresa editor, BMJ, Philip Carter, journalist, The Bureau of Investigative Journalism, London. 


Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό Θεωρία & Πράξη Διοικητικού Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, τεύχος 35 (Μάρτιος 2011).

Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Παρένθετη Μητρότητα – Δικαστική Άδεια σε Άγαμο Πατέρα Εγγραφή στη Ληξιαρχική Πράξη Γέννησης των Τέκνων ως Πατέρα του Αντρα που Έλαβε την Άδεια και μη Αναγραφή Στοιχείων Προσώπου ως Μητέρας Αυτών. Εύα Κων. Κίτσιου


(Γνωμοδότηση ΝΣΚ 261/2010)

          Ο θεσμός της παρένθετης μητρότητας αποτελεί μία μορφή υποβοήθησης της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Ο εν λόγω θεσμός εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική έννομη τάξη με τις διατάξεις του Ν. 3089/2002 και ρυθμίζεται ειδικότερα με τις διατάξεις των άρθρων 1458 και 1464 του Αστικού Κώδικα. Κατωτέρω παρατίθενται ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες για την παρένθετη μητρότητα.
         
Τι αποτελεί κατά νόμον παρένθετη μητρότητα;
Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ίδια (δηλαδή ωαρίων που έχουν ληφθεί από άλλη γυναίκα), και η κυοφορία αυτών.

Η παρένθετη μητρότητα εφαρμόζεται ελεύθερα;
Όχι. Κυοφορία από παρένθετη μητέρα είναι δυνατή μόνο μετά από την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης.

Ποιες προϋποθέσεις προβλέπει ο νόμος για τη χορήγηση δικαστικής άδειας κυήσεως παρένθετης μητέρας;

  1.      Αδυναμία της γυναίκας για κυοφορία. Μήπως, όμως, χωρεί και αδυναμία τεκνοποιήσεως άγαμου άνδρα;
  2.      Η υποβοηθούμενη, δηλαδή η αιτούμενη την παρένθετη μητρότητα, πρέπει να είναι κάτω των 50 ετών.
  3.      Σωματική και ψυχική καταλληλότητα της παρένθετης μητέρας για κυοφορία.
  4.      Υποβοηθούμενη γυναίκα και παρένθετη μητέρα πρέπει να έχουν αμφότερες την κατοικία τους στην Ελλάδα.
  5.      Υποβολή από άγαμη ή έγγαμη γυναίκα σχετικής αιτήσεως ενώπιον του δικαστηρίου, με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
  6.      Έγγραφη συμφωνία μεταξύ της παρένθετης μητέρας και της άγαμης μητέρας που αδυνατεί να κυοφορήσει ή της παρένθετης μητέρας και των συζύγων, εφόσον πρόκειται για ζευγάρι.
  7.      Έλλειψη χρηματικού ανταλλάγματος.

Η παρένθετη μητέρα μπορεί να δηλωθεί ως μητέρα του τέκνου;
Όχι. Ο Αστικός Κώδικας προβλέπει τεκμήριο μητρότητας υπέρ της μητέρας που έχει λάβει τη δικαστική άδεια για την κυοφορία των γονιμοποιημένων ωαρίων της από άλλη γυναίκα (δηλαδή από την παρένθετη μητέρα).

Μπορεί να ανατραπεί το τεκμήριο μητρότητας;
Μόνο δικαστικά, με την άσκηση αγωγής προσβολής της μητρότητας εντός προθεσμίας 6 μηνών από την ημερομηνία του τοκετού. Το τεκμήριο μητρότητας προσβάλλεται είτε από την τεκμαιρόμενη μητέρα (δηλαδή τη μητέρα που έχει δώσει τα ωάρια της), είτε από την κυοφόρο μητέρα: α) αυτοπροσώπως, β) από ειδικό πληρεξούσιο της, και γ) από νόμιμο αντιπρόσωπο της, ο οποίος έχει οριστεί μετά από σχετική άδεια του δικαστηρίου. Το τεκμήριο μητρότητας ανατρέπεται μόνο εφόσον αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται βιολογικά από την κυοφόρο μητέρα. Η ανατροπή του τεκμηρίου μητρότητας δρα αναδρομικά, δηλαδή το τέκνο λογίζεται ως έχον μητέρα την κυοφόρο (τέως παρένθετη) από την ημέρα της γέννησής του.

Τι προσκομίζεται στο ληξιαρχείο, προκειμένου για την εγγραφή τέκνου που έχει γεννηθεί από παρένθετη μητέρα;
Η δικαστική άδεια που χορηγήθηκε στην υποβοηθούμενη μητέρα, προκειμένου ο ληξίαρχος να εγγράψει ως μητέρα την τελευταία.

          Η παρένθετη μητρότητα, ως μορφή υποβοήθησης της ανθρώπινης αναπαραγωγής βρίσκει νόμιμο έρεισμα:
Α) Στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 5 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι καθένας έχει δικαίωμα, με βάση την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του να αποκτήσει απογόνους, σύμφωνα με τις επιθυμίες του, εφόσον η εφαρμοζόμενη μέθοδος αναπαραγωγής δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη.
Β) Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του Οβιέδο του 1997 «για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική».

          Η επικρατούσα νομικοθεωρητική άποψη δέχεται την εφαρμογή της παρένθετης μητρότητας μόνο στην περίπτωση των ετερόφυλων ζευγαριών ή των μόνων γυναικών, και δεν δέχεται την εφαρμογή της στην περίπτωση των ομόφυλων ζευγαριών ή των άγαμων ανδρών.
          Υποστηρίζεται, εντούτοις, και η άποψη ότι δικαίωμα δανεισμού μήτρας έχουν τόσο οι άγαμες γυναίκες, όσο και οι άγαμοι άνδρες.
Με την υπ’ αριθμ. 2827/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών χορηγήθηκε δικαστική άδεια σε άγαμο άνδρα που έχει αδυναμία τεκνοποίησης να χρησιμοποιήσει παρένθετη μητέρα.

          Με σχετική γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έγινε δεκτό ότι ακόμη κι αν είναι νόμιμη η εφαρμογή του θεσμού της παρένθετης μητρότητας από άγαμο πατέρα, στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των τέκνων αναγράφεται ως μητέρα αυτών η παρένθετη μητέρα, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για έκθετα τέκνα και η μητρότητα – δεδομένου ότι δεν λειτουργεί εν προκειμένω το τεκμήριο μητρότητας υπέρ της υποβοηθούμενης – θεμελιώνεται στο βιολογικό γεγονός της γέννησης κι έτσι μητέρα τους είναι η κυοφορήσασα και τεκούσα τα τέκνα, στο σώμα της οποίας ο άγαμος πατέρας έλαβε τη δικαστική άδεια να μεταφέρει γονιμοποιημένα ωάρια προς απόκτηση τέκνου.        

Σύντομο σχόλιο:
Η απόλυτη και απαρέγκλιτη αρχή της «βέβαιης μητέρας» φέρεται να κλονίζεται υπό το φως των σύγχρονων ιατρικών εξελίξεων και των θεσμικών ανατροπών. Από τη στιγμή που ο νόμος παρέχει αδιακρίτως σε κάθε γυναίκα, άγαμη ή έγγαμη, την ελευθερία της τεκνοποίησης, ακόμη και με τη μέθοδο του δανεισμού μίας άλλης μήτρας, εξομοιώνει αξιακά τη μονογονεϊκή οικογένεια με την οικογένεια στην παραδοσιακή μορφή της. Η κοινωνία μας αρνούμενη την εφαρμογή της παρένθετης μητρότητας στον άγαμο πατέρα παρέχει, εντούτοις, ένα αμφισβητούμενης συνταγματικότητας αξιακό προβάδισμα στην μονογονεϊκή οικογένεια που δημιουργείται από την άγαμη μητέρα. Μήπως, άραγε, θα έπρεπε να εξετάσουμε ποια είναι τα αίτια που οδηγούν αμφότερα τα φύλα στη λύση του «δανεισμού μήτρας»; Μήπως, άραγε, η ταυτότητα των βιολογικών και ψυχικών ελατηρίων μεταξύ των δύο φύλων δεν αφήνει περιθώρια για διακριτή μεταχείριση από το νόμο των άγαμων ανδρών και των άγαμων γυναικών, όσον αφορά την υποβοήθησή τους για την απόκτηση απογόνων με τη μέθοδο παρένθετης μητέρας; Μήπως, τελικά, θα έπρεπε πλέον να διαδεχθεί την αρχή της «βέβαιης μητέρας» η αρχή του «βέβαιου γονέα», εφόσον και τα δύο φύλα «τεκνοποιούν» με την υποβοήθηση ενός τρίτου προσώπου;

Αρνητική και Θετική Λίστα Φαρμάκων - Ένα Ακόμη «Παυσίπονο» που Χορήγησε το Κράτος για τον Εξορθολογισμό της Φαρμακευτικής Δαπάνης. Εύα Κων. Κίτσιου

         Στην Ευρώπη του 21ου αιώνα γίνεται ολοένα και περισσότερο λόγος για την αναγκαιότητα της υγιούς γήρανσης ενόψει της παράτασης του προσδόκιμου ζωής. Σύμφωνα με τη διερευνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής και Οικονομικής Επιτροπής, η μέση αναλογία μεταξύ του ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) και προσώπων ηλικίας 65 ετών και άνω από 4:1 σήμερα, θα ανέλθει το 2050 σε 2:1. Η αύξηση των δαπανών υγείας και των φαρμακευτικών δαπανών ειδικότερα, δεν πραγματοποιείται εντούτοις από αυτή καθαυτή τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά από τη γήρανση χωρίς καλή υγεία.

          Η σχέση μεταξύ της αύξησης της ηλικίας και της εμφάνισης των χρόνιων παθήσεων είναι αναλογική, υπό την έννοια ότι όσο αυξάνεται η ηλικία του ανθρώπου τόσο συχνότερα εμφανίζονται χρόνιες παθήσεις, όπως οι καρδιακές, οι ρευματισμοί, ο διαβήτης, εκφυλιστικές νόσοι του νευρικού συστήματος, όπως η άνοια και η νόσος του Alzheimer, νόσοι του κινητικού συστήματος και των ματιών, και διάφορες μορφές καρκίνου. Η αντιμετώπιση της διόγκωσης της φαρμακευτικής δαπάνης που θα επιφέρει η εν εξελίξει δημογραφική αλλαγή επιβάλλει την διασφάλιση υπέρ όλων των πληθυσμιακών ομάδων (παιδικό πληθυσμό, ενήλικες, ηλικιωμένους), ανεξαρτήτως φύλου και οικονομικής κατάστασης, ίσης πρόσβασης σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αποκατάστασης και παρηγορητικής αγωγής.
          Πέραν των δημογραφικών εξελίξεων, η διόγκωση της φαρμακευτικής δαπάνης συνδέεται εξίσου με τις συνθήκες της καθημερινής διαβίωσης, οι οποίες αφ’ ενός επιταχύνουν το χρόνο εμφάνισης των παθήσεων που συνδέονται με το γήρας, και αφ’ ετέρου προκαλούν την εμφάνιση νέων ασθενειών.
          Στα πλαίσια, συνεπώς, της κοινοτικής έννομης τάξης, η οποία προτάσσει το υψηλό επίπεδο υγείας έναντι των υπολοίπων εννόμων αγαθών δεν μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη δημόσιας φαρμακευτικής περίθαλψης, όταν το κράτος και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν καλύπτουν τη δαπάνη φαρμάκων και εν γένει διαγνωστικών εξετάσεων που συνιστούν τις κύριες ασφαλιστικές δικλείδες της υγιούς γήρανσης.
          Δυστυχώς, για ακόμη μία φορά η καθιέρωση της θετικής και της αρνητικής λίστας φαρμάκων κρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς ως το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την περιστολή της φαρμακευτικής δαπάνης. Με τις διατάξεις του Ν.3816/2010 επαναφέρθηκε το σύστημα της «λίστας» στον τομέα της κάλυψης της φαρμακευτικής δαπάνης των ασφαλισμένων από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Στα πλαίσια του εν λόγω συστήματος, ο ασφαλισμένος καλύπτεται καταρχήν προκειμένου για φάρμακα που περιλαμβάνονται τον Κατάλογο Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων, ο οποίος εγκρίνεται με σχετική κοινή υπουργική απόφαση. Στον ανωτέρω κατάλογο εντάσσονται μόνο τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που πληρούν τα προβλεπόμενα από την οικεία υπουργική απόφαση κριτήρια (ήδη με την Κ.Υ.Α. ΔΥΓ 3α/οικ 2466/2011, ΦΕΚ Β 58), τα οποία άπτονται της τιμής, της σχέσης κόστους-οφέλους και της θεραπευτικής ένδειξης του φαρμάκου. Η αρνητική λίστα φαρμάκων αποτελεί τον κατάλογο των φαρμάκων που δεν καλύπτονται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και ανακοινώνεται από την Ειδική Επιτροπή του Ν. 3816/2010. Πολυάριθμα είναι τα προβλήματα που θα ανακύψουν στην πράξη για τους ασθενείς, δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών λαμβάνουν επί χρόνια τα εν λόγω φάρμακα για την αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων (π.χ. άτομα με θαλασσαιμία ή συγγενείς καρδιοπάθειες έχουν ανάγκη από τη λήψη του viagra λόγω πνευμονικής υπέρτασης). Επίσης, δεν καλύπτονται φάρμακα που συνδέονται με παθήσεις που συνδέονται με ψυχοσωματικά αίτια (π.χ. παχυσαρκία, στυτική δυσλειτουργία) ή που προορίζονται για την προαγωγή της υγείας (π.χ. φάρμακο για την διακοπή του καπνίσματος), καθώς και φάρμακα χαμηλού μεν κόστους, συχνής δε χρήσης ( π.χ. ασπιρίνη, αντισταμινικά, αποχρεμπτικά, ρινικά αποσυμφορητικά, τοπικά αναισθητικά κλπ.). Στην περίπτωση των οικονομικά αδυνατών η άρνηση κάλυψης της δαπάνης των εν λόγω φαρμάκων θα οδηγήσει αναπόφευκτα, λόγω της αδυναμίας πρόσβασης τους σε αυτά, σε αδυναμία περιορισμού του σωματικού άλγους τους, και στην εξάρτηση του καθημερινής ποιότητας υγείας από οικονομικές παραμέτρους, όπερ σημαίνει ανισότητα των πολιτών της ίδιας χώρας ως προς το επίπεδο υγείας που απολαμβάνουν.
Άραγε η εξοικονόμηση της δαπάνης του VOMEX, του SALOSPIR και του BUSCOPAN θα συμβάλλει στην περιστολή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης της Ελλάδας;

Πως είναι δυνατόν να μην κάνουμε λόγο για κοντόφθαλμη πολιτική υγείας και για προχειρότητα στην αντιμετώπιση του ακανθώδους ζητήματος της ολοένα αυξανόμενης φαρμακευτικής δαπάνης, όταν και εδώ και πολλά χρόνια μπορούσαν να έχουν μελετηθεί και να έχουν εφαρμοστεί άλλα θεσμικά μέτρα. Για παράδειγμα:

Γιατί ποτέ δεν συστήθηκε ένας δημόσιος οργανισμός που να είναι επιφορτισμένος με την αξιολόγηση της βιοϊσοδυναμίας πρωτότυπων και γενόσημων φαρμάκων, με την συγκριτική αξιολόγηση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας των φαρμάκων που προορίζονται για την αντιμετώπιση της ίδιας πάθησης, με το αν τα φάρμακα που εισέρχονται στην αγορά συνιστούν πράγματι καινοτομία και δικαιολογούν το υψηλό κόστος τους.
Γιατί τα βασικά κριτήρια που καθιερώνουμε για την ένταξη ενός φαρμάκου στη λίστα είναι κυρίως οικονομικά, ωσάν τα φάρμακα να είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους όπως ένα κοινό εμπορικό προϊόν;

Μήπως τελικά οι ασφαλισμένοι θα έπρεπε να σταματήσουν να καταβάλλουν στους κοινωνικοασφαλιστικούς φορείς που υπάγονται εισφορές ασφάλισης υγείας, εφόσον η παρεχόμενη σε αυτούς φαρμακευτική και εν γένει υγειονομική περίθαλψη καλύπτει μόνο τις στοιχειώδεις ανάγκες υγείας και είναι απόλυτα αναντίστοιχη με τη σύγχρονη έννοια της υγείας;


Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Selling Cosmetics and Personal Care Products via Internet. Eva Kon. Kitsiou

Case Pierre- Fabre Dermo- Cosmetique
Opinion Of Advocate General Jan Mazak

The Pierre-Fabre Group is a subsidiary of L’Oréal and markets a number of ranges of pharmaceutical, homeopathic and para-pharmaceutical products. PFDC manufactures and markets cosmetics and personal care products. The cosmetics laboratories: Avène, Klorane, Galénic and Ducray are included in the PFDC’s subsidiaries.
PFDC applies a selective distribution system. The contracts awarded by PFDC for the distribution of cosmetics and personal care products in respect of the Avène, Klorane, Galénic and Ducray brands stipulate that such sales must be made in a physical space and that a qualified pharmacist must be present. The Cour d’ appel de Paris has held that the aforementioned requirements exclude de facto all forms of selling via the internet.
It is settled case-law of the ECJ that selective distribution systems are permissible provided distributors are chosen on the basis of objective criteria of a qualitative nature relating to the technical qualifications of the distributor and its staff and the suitability of its trading premises and that such conditions are laid down uniformly for all potential resellers and are not applied in a discriminatory fashion. A manufacturer may thus not refuse to approve distributors who satisfy the qualitative criteria of the distribution system.
All objective criteria of a qualitative nature are permissible under Article 81 par. 1 of the EU Treaty, since the characteristics of the goods in question necessitate a selective distribution system in order to preserve their quality and ensure their proper use and the criteria do not go beyond what is objectively necessary in order to distribute those products in an appropriate manner, in the light not only of their material qualities but also their aura or image.
In case of the total ban of selling cosmetics and personal care products in respect of the Avène, Klorane, Galénic and Ducray brands, the General Advocate considers that a general and absolute ban on selling goods to end-users via the internet imposed on authorised distributors in the context of a selective distribution network which prevents or restricts parallel trade more extensively than such restrictions inherent to any selective distribution agreement and which goes beyond what is objectively necessary in order to distribute those goods in an appropriate manner in the light not only of their material qualities but also their aura or image, has the object of restricting competition for the purposes of Article 81(1) EC.
In order to be judged if selling via Internet does not go beyond what is objectively necessary, the referring court should examine, for example, whether individualised information and advice on the products in question could be adequately provided at a distance over the internet to users, with the possibility of users submitting pertinent questions on the products without the need to go to a pharmacy.The distributors of the Pierre Fabre Group could also indicate in such instances that individual and direct advice is available to users at certain physical outlets. Internet sales may also enhance intra-mark competition as such sales may increase price transparency thereby permitting price comparison of the products in question.

Πώληση Καλλυντικών και Προϊόντων Ατομικής Περιποίησης στο Διαδίκτυο. Εύα Κων. Κίτσιου

Υπόθεση Pierre- Fabre Dermo- Cosmetique
Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα Jan Mazak

Ο όμιλος εταιρειών Pierre- Fabre αποτελεί θυγατρικό όμιλο της L΄Oreal και διαθέτει στην αγορά φαρμακευτικά, ομοιοπαθητικά και παραφαρμακευτικά προϊόντα. Η PFDC παρασκευάζει και εμπορεύεται καλλυντικά και προϊόντα ατομικής περιποίησης. Στις θυγατρικές εταιρείες του εν λόγω ομίλου ανήκουν τα εργαστήρια καλλυντικών Avene, Klorane, Galenic και Ducray.
Η PFDC εφαρμόζει το σύστημα επιλεκτικής διανομής. Οι συμβάσεις που συνάπτει για τη διανομή των καλλυντικών και των προϊόντων ατομικής περιποίησης Avene, Klorane, Galenic και Ducray ορίζουν ότι οι εν λόγω πωλήσεις πρέπει να γίνονται σε υλικώς υπαρκτό χώρο παρουσία φαρμακοποιού. Το Cour dappel de Paris θεώρησε ότι οι εν λόγω απαιτήσεις αποκλείουν de facto όλες τις μορφές πώλησης μέσω Διαδικτύου.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΔΕΚ, τα συστήματα επιλεκτικής διανομής είναι επιτρεπτά, υπό το φως των διατάξεων του δικαίου του ανταγωνισμού, εφόσον η επιλογή των διανομέων γίνεται με ποιοτικού χαρακτήρα αντικειμενικά κριτήρια σχετικά με την επαγγελματική ικανότητα του διανομέα και του προσωπικού του και την καταλληλότητα των εμπορικών εγκαταστάσεων του και ότι οι προϋποθέσεις αυτές καθορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο έναντι όλων των ενδεχόμενων μεταπωλητών και εφαρμόζονται κατά τρόπο που δε δημιουργεί διακρίσεις. Ο παραγωγός δεν μπορεί, συνεπώς, να απορρίψει διανομείς οι οποίοι πληρούν τα ποιοτικά κριτήρια διανομής.
Τα ποιοτικά κριτήρια επιλογής των διανομέων συνάδουν με το άρθρο 81 παρ. 1 της ΣυνθΕκ, εφόσον τα χαρακτηριστικά των επίμαχων προϊόντων καθιστούν αναγκαίο το σύστημα επιλεκτικής διανομής για τη διατήρηση της ποιότητάς τους και τη διασφάλιση της ορθής χρήσεως τους και τα εν λόγω κριτήρια δεν υπερβαίνουν το αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο για την πρόσφορη διανομή των εν λόγω προϊόντων, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο των υλικών ιδιοτήτων τους, αλλά και της αίγλης και της εικόνας που τα περιβάλλει.
Στην περίπτωση των απαγόρευσης του ηλεκτρονικού εμπορίου των καλλυντικών και των προϊόντων ατομικής περιποίησης Avene, Klorane, Galenic και Ducray, ο Γενικός Εισαγγελέας εκτιμά ότι η επιβαλλόμενη σε εξουσιοδοτημένους διανομείς, στο πλαίσιο ενός δικτύου επιλεκτικής διανομής, γενική και απόλυτη απαγόρευση πωλήσεως προϊόντων στους τελικούς χρήστες μέσω Διαδικτύου, η οποία συνεπάγεται μεγαλύτερη παρεμπόδιση ή περιορισμό του παράλληλου εμπορίου σε σύγκριση με εγγενείς περιορισμούς των συμβάσεων επιλεκτικής διανομής και η οποία υπερβαίνει το αντικειμενικώς αναγκαίο μέτρο για την πρόσφορη διανομή των εν λόγω προϊόντων, έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και αντίκειται στο άρθρο 81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ.
Προκειμένου να κριθεί αν στην υπόθεση της κύριας δίκης, η απαγόρευση των πωλήσεων στο Διαδίκτυο δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εξετάσει για παράδειγμα, αν είναι δυνατή η εξ αποστάσεως μέσω του Διαδικτύου παροχή στους χρήστες επαρκών εξατομικευμένων πληροφοριών και συμβουλών σχετικών με τα επίμαχα προϊόντα και η παροχή στους χρήστες της δυνατότητας υποβολής ερωτήσεων σχετικών με τα εν λόγω προϊόντα χωρίς να είναι αναγκαία η μετάβασή τους σε φαρμακείο. Οι διανομείς του ομίλου Pierre- Fabre θα μπορούσαν επίσης να επισημάνουν στις εν λόγω περιπτώσεις ότι σε ορισμένα καταστήματα παρέχονται στους χρήστες εξατομικευμένες και άμεσες συμβουλές. Οι πωλήσεις στο Διαδίκτυο μπορούν επίσης να ενισχύσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των προϊόντων που φέρουν τα οικεία εμπορικά σήματα, διότι ενδέχεται να υπάρχει μεγαλύτερη διαφάνεια ως προς τις τιμές που να καθιστά δυνατή τη σύγκριση των τιμών των επίμαχων προϊόντων.

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Electronic Commerce Of Contact Lenses. Eva Kon. Kitsiou

 Decision ECJ 2nd December 2010, Ker-Otica, C-108/09

A.Relevant Legal Framework
Directive 2000/31 on certain legal aspects of information society services, in particular electronic commerce, in the Internal Market (‘the Directive on electronic commerce.
Recital 18 in the preamble to the Directive on electronic commerce states inter alia that «activities which by their very nature cannot be carried out at a distance and by electronic means, such as the statutory auditing of company accounts or medical advice requiring the physical examination of a patient are not information society services».
Article 1 παρ.3 provides that «this Directive complements Community law applicable to information society services without prejudice to the level of protection for, in particular, public health and consumer interests, as established by Community acts and national legislation implementing them in so far as this does not restrict the freedom to provide information society services».
Β. Sale of Contact Lenses
          In the sale of contact lenses is classified as health service the definition, given by the European Union legislation, of an information society service does not in fact appear capable of being applied to that particular activity. Selling contact lenses via Internet is acceptable given that the phase of medical advice, is separated from the actual sale of those lenses. Prior medical advice can be held to be justified as the use of contact lenses may damage the user’s helth (p.e. can cause eye inflammations and even lasting visual impairment).  
C. Consideration according to the freedom of community commerce
The advantage of selling on‑line is precisely that the Internet offers traders a shop window with a visibility that transcends frontiers, without the trader bearing the costs and constraints associated with the possession of a ‘real’ shop. On‑line selling is an alternative selling arrangement to trade as traditionally understood and represents an extra means whereby national traders can reach customers who are not confined, from a geographical point of view, to the population around the physical shop.
          Furthermore, the Court seems to have therefore clearly accepted that the prohibition on Internet sales of a category of goods penalises traders who do not operate within the national territory more than it penalises those who do. It is also apparent from settled case-law that Article 34 TFEU reflects the obligation to comply with the principles of non-discrimination and of mutual recognition of products lawfully manufactured and marketed in other Member States, as well as the principle of ensuring free access of EU products to national markets.
Prohibiting absolutely Internet sales of contact lenses is not proportionate to the objective pursued of protecting public health as the aforementioned objective can be achieved by means of measures less restrictive of the free movement of goods (p.e. delivery by qualified staff,  insertion of instructions for use in parcels e.t.c.)        
Articles 34 TFEU and 36 TFEU, and Directive 2000/31, must be interpreted as precluding national legislation which authorises the selling of contact lenses only in shops which specialise in medical devices.

Ηλεκτρονικό Εμπόριο Φακών Επαφής. Εύα Κων. Κίτσιου

Απόφαση ΔΕΚ της 2ας Δεκεμβρίου 2010, C-108/09, KerOptica

Α. Σχετικό Νομοθετικό Πλαίσιο

ΟΔ/2000/31/ΕΚ για ορισμένες νομικές πτυχές της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά (οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο).

Αιτιολογική σκέψη 18: Οι υπηρεσίες οι οποίες εξ ορισμού δεν παρέχονται εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα, όπως ο κατά νόμον έλεγχος των λογιστικών εταιρείας ή η παροχή ιατρικών συμβουλών όταν απαιτείται φυσική εξέταση του ασθενούς, δεν αποτελούν υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας.

Άρθρο 1 παρ.3: Η παρούσα οδηγία συμπληρώνει το ισχύον κοινοτικό δίκαιο περί υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και δεν θίγει το επίπεδο προστασίας, ιδίως της δημόσιας υγείας και των συμφερόντων του καταναλωτή, όπως θεσπίζεται σε κοινοτικές πράξεις και στις εθνικές νομοθετικές πράξεις που εκδόθηκαν για την εφαρμογή τους, στο μέτρο που δεν περιορίζεται έτσι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

Β. Πώληση Φακών Επαφής
          Στην περίπτωση που η εμπορία φακών επαφής χαρακτηριστεί από τον εθνικό νομοθέτη ως «υπηρεσία υγείας», ο ορισμός της υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης δεν φαίνεται να μπορεί να μεταφερθεί στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Πώληση εξ αποστάσεως μέσω Διαδικτύου χωρεί εφόσον αποσυνδεθεί το στάδιο των ιατρικών συμβουλών από το στάδιο της καθαυτό πώλησης. Η παροχή των ιατρικών συμβουλών είναι ενδεχομένως δικαιολογημένη, εφόσον η εφαρμογή των φακών επαφής μπορεί να προκαλέσει βλάβες στην υγεία (π.χ. φλεγμονές του οφθαλμού, ή ακόμα και μόνιμα προβλήματα οράσεως), εντούτοις δεν συνδέεται με την πράξη πώλησης τους.

Γ. Εκτίμηση σύμφωνα με την ελευθερία του ενδοκοινοτικού εμπορίου
          Το ενδιαφέρον της πωλήσεως σε απευθείας σύνδεση (on-line) έγκειται ακριβώς στο ότι το Διαδίκτυο προσφέρει στις επιχειρήσεις μια βιτρίνα που υπερβαίνει τα σύνορα, χωρίς η επιχείρηση να βαρύνεται με το κόστος και τις δεσμεύσεις που συνδέονται με την απόκτηση «πραγματικού» καταστήματος. Η πώληση σε απευθείας σύνδεση αποτελεί έναν εναλλακτικό τρόπο πωλήσεων σε σχέση με το παραδοσιακά νοούμενο εμπόριο και συνιστά για τις εθνικές επιχειρήσεις ένα συμπληρωματικό μέτρο προσέγγισης πελατείας, που δεν περιορίζεται, από γεωγραφική άποψη, στην πληθυσμό ο οποίος περιβάλλει το πραγματικό κατάστημα.
          Επιπλέον, το ΔΕΚ έχει δεχθεί ότι η απαγόρευση πώλησης μέσω Διαδικτύου μιας κατηγορίας προϊόντων έχει δυσμενέστερες επιπτώσεις που δεν βρίσκονται στην εθνική επικράτεια. Από πάγια, επίσης, νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 34 ΣΛΕΕ απηχεί την υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της απαγορεύσεως των διακρίσεων και της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των προϊόντων που νομίμως κατασκευάζονται και διατίθενται στο εμπόριο εντός άλλων κρατών μελών, καθώς και της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της ελεύθερης προσβάσεως των προϊόντων της Ένωσης στις εθνικές αγορές.
          Η απόλυτη απαγόρευση του ηλεκτρονικού εμπορίου φακών επαφής συνιστά μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με το επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, δεδομένου ότι ο εν λόγω σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα λιγότερο περιοριστικά του ενδοκοινοτικού εμπορίου (π.χ. παράδοση εμπορευμάτων από ειδικευμένο προσωπικό, τοποθέτηση επεξηγηματικών φυλλαδίων στα δέματα κλπ).
Τα άρθρα 34 ΣΛΕΕ και 36 ΣΛΕΕ, καθώς και η οδηγία 2000/31, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει την εμπορία φακών επαφής μόνο σε ειδικευμένα καταστήματα ιατρικών ειδών.


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Σπάνιοι, Αλλά Ίσοι. Εύα Κων. Κίτσιου


Παγκόσμια Ημέρα για τις Σπάνιες Παθήσεις- 28/02/2011

«Νούσος υγείην εποίησεν ηδύ και αγαθό, λιμός κόρον, κάματος ανάπαυσιν»

Η ασθένεια είναι κάτι που κάνει την υγεία γλυκειά και καλή, η πείνα τον κορεσμό, η κούραση την ανάπαυση.

Ηράκλειτος

          Σπάνιες νόσοι είναι οι νόσοι με ιδιαίτερο χαμηλό επιπολασμό, ο οποίος αξιολογείται ως τέτοιος στην περίπτωση που η νόσος προσβάλλει 5 άτομα ανά δέκα χιλιάδες. Όπως εκτιμάται 5.000 με 8.000 διαφορετικές σπάνιες νόσοι έχουν προσβάλλει ή θα προσβάλλουν 29 εκατομμύρια άτομα στην Ευρωπαϊκή Ένωση[1]. Οι σπάνιες νόσοι συνιστούν στην πλειοψηφία τους νόσους γενετικής φύσεως και η έρευνα τους έχει αποδειχθεί σε αρκετές περιπτώσεις πολύτιμη για την καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών κοινών παθήσεων, όπως της παχυσαρκίας και του διαβήτη.
          Τα πλέον συνήθη προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πάσχοντες από σπάνιες νόσους εντοπίζονται στην καθυστερημένη διάγνωση τους και στην ανεπάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Αμφότερα τα προβλήματα συνεπάγονται για τον ασθενή επιδείνωση της ποιότητας της υγείας του, χαμηλό  επίπεδο ποιότητα ζωής και υπέρμετρες δυσκολίες ενσωμάτωσης στην κοινωνία.
Σύμφωνα με παλαιότερη Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής[2] για τις σπάνιες νόσους:
«Οι εθνικές υγειονομικές υπηρεσίες για τη διάγνωση, τη θεραπεία και την αποκατάσταση των ασθενών που πάσχουν από σπάνιες νόσους διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με τη διαθεσιμότητα και την ποιότητά τους. Ανάλογα με το κράτος μέλος και/ή την περιοχή στην οποία ζουν, οι πολίτες της ΕΕ έχουν άνιση πρόσβαση σε υπηρεσίες εμπειρογνωμόνων και σε διαθέσιμες επιλογές θεραπείες. Λίγα κράτη μέλη έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς ορισμένα ζητήματα που συνδέονται με τις σπάνιες νόσους, ενώ άλλα δεν έχουν ακόμα εξετάσει πιθανές λύσεις».
          Βασικό ευρωπαϊκό θεσμικό μέτρο για την αναβάθμιση του επιπέδου υγείας των πασχόντων από σπάνιες παθήσεις συνιστά η καθιέρωση μίας ειδικής κατηγορίας φαρμάκων, τα επονομαζόμενα ως «ορφανά» φάρμακα (βλ. την από 13/02/2011 σχετική ανάρτησή μου «Ορφανά Φάρμακα- Απόφαση ΔΕΚ της 9ης Σεπτεμβρίου 2010»).
          Περαιτέρω, σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει προταθεί:
α) Η κωδικοποίηση και καταγραφή των σπάνιων νόσων.
β) Η διατομεακή ερευνητική συνεργασία για τη μεγιστοποίηση του δυναμικού των επιστημονικών πόρων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
γ) Ο καθορισμός εθνικών και περιφερειακών κέντρων εμπειρογνωμοσύνης και προαγωγής της συμμετοχής τους στα ευρωπαϊκά δίκτυα αναφοράς.
δ) Αναβάθμιση συστήματος παρηγορητικής χρήσης.
ε) Προσυμπτωματικός πληθυσμιακός έλεγχος, συμπεριλαμβανομένου του νεογνικού[3].
         
          Πέρα από εθνικούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, από στρατηγικές υγείας και προτεινόμενα μέτρα, από νομικές δεσμεύσεις και ευχολόγια, ας αναλογιστεί καθένας από όλους εμάς μερικά πολύ απλά πράγματα. Μία σπάνια ασθένεια του σήμερα μπορεί να συνιστά μία συνήθη ασθένεια του αύριο. Οι σπάνιες παθήσεις δημιουργούν «σπάνιους ανθρώπους», οι οποίοι συνιστούν το μόνο φάρμακο απέναντι στην εξαφάνιση του «φυσιολογικού» ανθρώπου. Η περιθωριοποίηση των ασθενών είναι η άρνηση της κοινωνίας στην ενότητα των πραγμάτων. Τα περαιτέρω στην «κρίση» του μυαλού και της ψυχής μας…….

Χρήσιμοι ιστότοποι της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

Για Λίστα σπάνιων ασθενειών βλ.
Orphanet Report Series
Rare Diseases collection
Prevalence of rare diseases:listed in alphabetical order of diseases




[1] Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών σχετικά με τις σπάνιες νόσους: οι ευρωπαϊκές προκλήσεις, Com (2008) 679 τελικό 11.08.2008.
[2] Com (2008) 679 τελικό 11.08.2008, ο.π.
[3] Για παράδειγμα, ο προσυμπτωματικός έλεγχος των νεογνών για φαινυλοκετονουρία και συγγενή υποθυροϊδισμό έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός για την πρόληψη αναπηριών στα πάσχοντα παιδιά.

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ορφανά Φάρμακα – Απόφαση Γενικού Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (Τ-264/07,CSL Behring). Εύα Κων. Κίτσιου

Ορφανά Φάρμακα – Απόφαση Γενικού Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 9ης Σεπτεμβρίου 2010 (Τ-264/07,CSL Behring)

Α. Σχετικό Θεσμικό Πλαίσιο

Κανονισμός 141/2000 για τα ορφανά φάρμακα (ΕΕ L 18).

[Άρθρο 3: Κριτήρια χαρακτηρισμού φαρμάκου ως ορφανού
(3 παρ. 1 περ. α/ποσοτικό κριτήριο– αφορά φάρμακο με θεραπευτική ένδειξη πάθηση που δεν προσβάλλει περισσότερα από πέντε άτομα ανά δέκα χιλιάδες.
3 παρ. 1 περ.β΄: ποιοτικό κριτήριο– αφορά φάρμακο με θεραπευτική ένδειξη σοβαρή και χρόνια πάθηση για την οποία δεν υφίσταται εντός της Κοινότητας ικανοποιητική μέθοδος διάγνωσης ή θεραπείας ή φάρμακο που θα παράσχει σημαντικό θεραπευτικό όφελος σε σχέση με ήδη υπάρχουσα μέθοδο διάγνωσης ή θεραπείας της αυτής σπάνιας και σοβαρής πάθησης.

Άρθρο 5: Διαδικασία χαρακτηρισμού φαρμάκου ως ορφανού

Άρθρο 8: Προνόμια εμπορικής αποκλειστικότητας του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου]

Κανονισμός 847/2000 για τη θέσπιση διατάξεων σχετικά με την εφαρμογή των κριτηρίων για το χαρακτηρισμό ενός φαρμάκου ως ορφανού και τους ορισμούς των εννοιών «παρόμοιο φάρμακο» και «υπεροχή από κλινική άποψη» (ΕΕ L 103).

Κανονισμός 726/2004 για τη θέσπιση κοινοτικών διαδικασιών χορήγησης άδειας και εποπτείας όσον αφορά τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη και για κτηνιατρική χρήση και για τη σύσταση Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων.

Β. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
  • Η αίτηση χαρακτηρισμού ενός φαρμάκου ως ορφανού υποβάλλεται πριν από την υποβολή της αιτήσεως για τη χορήγηση της άδειας κυκλοφορίας του. Από τη θέσπιση του Κανονισμού 726/2004, άδεια κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου χορηγείται μόνο με τη κεντρική διαδικασία (κοινοτική άδεια κυκλοφορίας).
  • Ένα φάρμακο χαρακτηρίζεται ως ορφανό, εφόσον πρόκειται για φάρμακο με νέα θεραπευτική ένδειξη σε σχέση με τη θεραπευτική ένδειξη ήδη κυκλοφορούντων φαρμάκων. Κατ’ εξαίρεση, χαρακτηρισμός φαρμάκου ως ορφανού χωρεί στην περίπτωση που ήδη κυκλοφορεί φάρμακο με την αυτή θεραπευτική ένδειξη, εφόσον το νέο φάρμακο θα ωφελήσει - αποδεδειγμένα - σημαντικά τους πάσχοντες σε σχέση με το ήδη υπάρχον φάρμακο. Η εν λόγω ωφέλεια είναι μελλοντική.
  • Αναγνωρίζεται ως θεσμοθετημένος στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης η παροχή ίδιας ποιότητας θεραπείας για τους ασθενείς που πάσχουν από σπάνιες παθήσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους ασθενείς. Αποτελεσματικό μέτρο για την επίτευξη του ανωτέρω σκοπού δημοσίου συμφέροντος συνιστά η παροχή κινήτρων για την έρευνα, την ανάπτυξη και την κυκλοφορία δυνητικά ορφανών φαρμάκων. Αυτό σημαίνει ότι η παροχή κινήτρων εμπορικής αποκλειστικότητας δεν προσανατολίζεται στο να  ευνοήσει γενικά τα φάρμακα με θεραπευτική ένδειξη ορφανές ασθένειες, αλλά στο να προάγει την έρευνα, την ανάπτυξη και την κυκλοφορία δυνητικών ορφανών φαρμάκων.

Παρεκκλίσεις από το προνόμιο δεκαετούς εμπορικής αποκλειστικότητας:
·         Συναίνεση του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου για την χορήγηση άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου με την αυτή θεραπευτική ένδειξη και σε δεύτερο ενδιαφερόμενο.
·         Αδυναμία του κατόχου της άδειας κυκλοφορίας ορφανού φαρμάκου να το διαθέτει σε επαρκείς ποσότητες σε σχέση με τις υφιστάμενες θεραπευτικές ανάγκες.
·         Το προς χαρακτηρισμό νέο φάρμακο εμφανίζει αποδεδειγμένη υπεροχή, σε σχέση με ήδη χαρακτηρισμένο ως ορφανό φάρμακο για την ίδια θεραπευτική ένδειξη, ως προς την ασφάλεια, την αποτελεσματικότητά του και από κλινική άποψη εν γένει.
·         Δεν θίγονται οι εθνικές άδειες κυκλοφορίας ή οι άδειες κυκλοφορίας που έχουν χορηγηθεί με τη διαδικασία της αμοιβαίας αναγνώρισης για φάρμακα με την ίδια θεραπευτική ένδειξη, τα οποία δεν έχουν χαρακτηριστεί ορφανά.

Επίσης:
          Στην περίπτωση που έχει χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας φαρμάκου, μη χαρακτηρισμένου ως ορφανού, για ορφανή ασθένεια και στη συνέχεια ανταγωνίστρια επιχείρηση κατοχυρώσει το προνόμιο της δεκαετούς εμπορικής αποκλειστικότητας ορφανού φαρμάκου για την αυτή θεραπευτική ένδειξη, η πρώτη επιχείρηση κωλύεται καταρχήν να λάβει περαιτέρω άδειες κυκλοφορίες με τη διαδικασία της αμοιβαίας αναγνώρισης ή με την κεντρική διαδικασία. Ο εν λόγω εμπορικός και οικονομικός περιορισμός συνδέεται με την προστασία της δημόσιας υγείας και «δεν μπορεί να συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης».
          Το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει με προγενέστερη νομολογία του[1] ότι «κάθε επιχειρηματίας στον οποίο ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες έχει τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, δεν μπορεί να επικαλεστεί την παραβίαση της αρχής αυτής αν δεν του έχουν παρασχεθεί συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις. Ομοίως, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη λήψη μέτρου στο επίπεδο της Ένωσης ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη του μέτρου αυτού».
          Έτσι, στην περίπτωση των ορφανών φαρμάκων, ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέπει ότι, σε έναν τομέα όπως αυτός της έρευνας και της ανάπτυξης αποτελεσματικών θεραπειών για την περίθαλψη ασθενών που πάσχουν από σπάνιες ασθένειες, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να οδηγηθεί να παρακινήσει την έρευνα, μεταξύ άλλων, με τη χορήγηση εμπορικής αποκλειστικότητας στη φαρμακευτική επιχείρηση, η οποία ανέπτυξε τη θεραπεία που προσφέρει το σημαντικότερο όφελος.

          Περισσότερα για τα ορφανά φάρμακα την παγκόσμια ημέρα για τις σπάνιες παθήσεις - 28 Φεβρουαρίου 2011.-


[1] Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, Τ- 70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, σκ. 374, απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, Τ-489/93, Unifruit Hellas κατά Επιτροπής, σκ.51.