Στην Ευρώπη του 21ου αιώνα γίνεται ολοένα και περισσότερο λόγος για την αναγκαιότητα της υγιούς γήρανσης ενόψει της παράτασης του προσδόκιμου ζωής. Σύμφωνα με τη διερευνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής και Οικονομικής Επιτροπής, η μέση αναλογία μεταξύ του ενεργού πληθυσμού (15-64 ετών) και προσώπων ηλικίας 65 ετών και άνω από 4:1 σήμερα, θα ανέλθει το 2050 σε 2:1. Η αύξηση των δαπανών υγείας και των φαρμακευτικών δαπανών ειδικότερα, δεν πραγματοποιείται εντούτοις από αυτή καθαυτή τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά από τη γήρανση χωρίς καλή υγεία.
Η σχέση μεταξύ της αύξησης της ηλικίας και της εμφάνισης των χρόνιων παθήσεων είναι αναλογική, υπό την έννοια ότι όσο αυξάνεται η ηλικία του ανθρώπου τόσο συχνότερα εμφανίζονται χρόνιες παθήσεις, όπως οι καρδιακές, οι ρευματισμοί, ο διαβήτης, εκφυλιστικές νόσοι του νευρικού συστήματος, όπως η άνοια και η νόσος του Alzheimer, νόσοι του κινητικού συστήματος και των ματιών, και διάφορες μορφές καρκίνου. Η αντιμετώπιση της διόγκωσης της φαρμακευτικής δαπάνης που θα επιφέρει η εν εξελίξει δημογραφική αλλαγή επιβάλλει την διασφάλιση υπέρ όλων των πληθυσμιακών ομάδων (παιδικό πληθυσμό, ενήλικες, ηλικιωμένους), ανεξαρτήτως φύλου και οικονομικής κατάστασης, ίσης πρόσβασης σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας τόσο σε επίπεδο πρόληψης, όσο και σε επίπεδο αποκατάστασης και παρηγορητικής αγωγής.
Πέραν των δημογραφικών εξελίξεων, η διόγκωση της φαρμακευτικής δαπάνης συνδέεται εξίσου με τις συνθήκες της καθημερινής διαβίωσης, οι οποίες αφ’ ενός επιταχύνουν το χρόνο εμφάνισης των παθήσεων που συνδέονται με το γήρας, και αφ’ ετέρου προκαλούν την εμφάνιση νέων ασθενειών.
Στα πλαίσια, συνεπώς, της κοινοτικής έννομης τάξης, η οποία προτάσσει το υψηλό επίπεδο υγείας έναντι των υπολοίπων εννόμων αγαθών δεν μπορούμε να μιλάμε για την ύπαρξη δημόσιας φαρμακευτικής περίθαλψης, όταν το κράτος και οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης δεν καλύπτουν τη δαπάνη φαρμάκων και εν γένει διαγνωστικών εξετάσεων που συνιστούν τις κύριες ασφαλιστικές δικλείδες της υγιούς γήρανσης.
Δυστυχώς, για ακόμη μία φορά η καθιέρωση της θετικής και της αρνητικής λίστας φαρμάκων κρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς ως το πλέον αποτελεσματικό μέσο για την περιστολή της φαρμακευτικής δαπάνης. Με τις διατάξεις του Ν.3816/2010 επαναφέρθηκε το σύστημα της «λίστας» στον τομέα της κάλυψης της φαρμακευτικής δαπάνης των ασφαλισμένων από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Στα πλαίσια του εν λόγω συστήματος, ο ασφαλισμένος καλύπτεται καταρχήν προκειμένου για φάρμακα που περιλαμβάνονται τον Κατάλογο Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων, ο οποίος εγκρίνεται με σχετική κοινή υπουργική απόφαση. Στον ανωτέρω κατάλογο εντάσσονται μόνο τα φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα που πληρούν τα προβλεπόμενα από την οικεία υπουργική απόφαση κριτήρια (ήδη με την Κ.Υ.Α. ΔΥΓ 3α/οικ 2466/2011, ΦΕΚ Β 58), τα οποία άπτονται της τιμής, της σχέσης κόστους-οφέλους και της θεραπευτικής ένδειξης του φαρμάκου. Η αρνητική λίστα φαρμάκων αποτελεί τον κατάλογο των φαρμάκων που δεν καλύπτονται από τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης και ανακοινώνεται από την Ειδική Επιτροπή του Ν. 3816/2010. Πολυάριθμα είναι τα προβλήματα που θα ανακύψουν στην πράξη για τους ασθενείς, δεδομένου ότι πολλοί εξ αυτών λαμβάνουν επί χρόνια τα εν λόγω φάρμακα για την αντιμετώπιση σοβαρών παθήσεων (π.χ. άτομα με θαλασσαιμία ή συγγενείς καρδιοπάθειες έχουν ανάγκη από τη λήψη του viagra λόγω πνευμονικής υπέρτασης). Επίσης, δεν καλύπτονται φάρμακα που συνδέονται με παθήσεις που συνδέονται με ψυχοσωματικά αίτια (π.χ. παχυσαρκία, στυτική δυσλειτουργία) ή που προορίζονται για την προαγωγή της υγείας (π.χ. φάρμακο για την διακοπή του καπνίσματος), καθώς και φάρμακα χαμηλού μεν κόστους, συχνής δε χρήσης ( π.χ. ασπιρίνη, αντισταμινικά, αποχρεμπτικά, ρινικά αποσυμφορητικά, τοπικά αναισθητικά κλπ.). Στην περίπτωση των οικονομικά αδυνατών η άρνηση κάλυψης της δαπάνης των εν λόγω φαρμάκων θα οδηγήσει αναπόφευκτα, λόγω της αδυναμίας πρόσβασης τους σε αυτά, σε αδυναμία περιορισμού του σωματικού άλγους τους, και στην εξάρτηση του καθημερινής ποιότητας υγείας από οικονομικές παραμέτρους, όπερ σημαίνει ανισότητα των πολιτών της ίδιας χώρας ως προς το επίπεδο υγείας που απολαμβάνουν.
Άραγε η εξοικονόμηση της δαπάνης του VOMEX, του SALOSPIR και του BUSCOPAN θα συμβάλλει στην περιστολή της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης της Ελλάδας;
Πως είναι δυνατόν να μην κάνουμε λόγο για κοντόφθαλμη πολιτική υγείας και για προχειρότητα στην αντιμετώπιση του ακανθώδους ζητήματος της ολοένα αυξανόμενης φαρμακευτικής δαπάνης, όταν και εδώ και πολλά χρόνια μπορούσαν να έχουν μελετηθεί και να έχουν εφαρμοστεί άλλα θεσμικά μέτρα. Για παράδειγμα:
Γιατί ποτέ δεν συστήθηκε ένας δημόσιος οργανισμός που να είναι επιφορτισμένος με την αξιολόγηση της βιοϊσοδυναμίας πρωτότυπων και γενόσημων φαρμάκων, με την συγκριτική αξιολόγηση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας των φαρμάκων που προορίζονται για την αντιμετώπιση της ίδιας πάθησης, με το αν τα φάρμακα που εισέρχονται στην αγορά συνιστούν πράγματι καινοτομία και δικαιολογούν το υψηλό κόστος τους.
Γιατί τα βασικά κριτήρια που καθιερώνουμε για την ένταξη ενός φαρμάκου στη λίστα είναι κυρίως οικονομικά, ωσάν τα φάρμακα να είναι εναλλάξιμα μεταξύ τους όπως ένα κοινό εμπορικό προϊόν;
Μήπως τελικά οι ασφαλισμένοι θα έπρεπε να σταματήσουν να καταβάλλουν στους κοινωνικοασφαλιστικούς φορείς που υπάγονται εισφορές ασφάλισης υγείας, εφόσον η παρεχόμενη σε αυτούς φαρμακευτική και εν γένει υγειονομική περίθαλψη καλύπτει μόνο τις στοιχειώδεις ανάγκες υγείας και είναι απόλυτα αναντίστοιχη με τη σύγχρονη έννοια της υγείας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου