Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις των
τελευταίων ετών, που ερειδόνται κυρίως στις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, και
οι τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της κοινωνίας της πληροφορίας, έχουν
επηρεάσει, αφενός τον παραδοσιακό τρόπο λειτουργίας των φαρμακείων, και
αφετέρου τις κατηγορίες των αγαθών που διακινούνται αποκλειστικά από τα
φαρμακεία στην ελληνική αγορά. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, το Δικαστήριο
των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει κληθεί να εξετάσει, αν και μέχρι ποιο βαθμό, εθνικοί
περιορισμοί που αφορούν στη γεωγραφική κατανομή των φαρμακείων και στο
ιδιοκτησιακό καθεστώς τους, συνάδουν με τις αρχές της ελεύθερης εγκατάστασης,
της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων, που
κατοχυρώνει το ενωσιακό δίκαιο.
Ι. Στη νομολογία των ελληνικών
δικαστηρίων απαντώνται αντίρροπες τάσεις στον τομέα της απελευθέρωσης της
αγοράς των φαρμακείων, συνιστάμενες από τη μία μεριά στη μείωση των περιορισμών
που επιβάλλονται στον τρόπο της λειτουργίας τους, και από την άλλη, στη
διασφάλιση του θεσμικού χαρακτήρα των τελευταίων, ως αποκλειστικών φορέων
παροχής υπηρεσιών γενικού συμφέροντος, κατά το μέρος που διατηρείται υπέρ αυτών
το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, καθώς και
συγκεκριμένων κατηγοριών προϊόντων υγείας.
Έτσι,
σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1973/2013
απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, η δυνατότητα διευρυμένου ωραρίου
λειτουργίας των φαρμακείων (κατά τις απογευματινές ώρες από Δευτέρα έως
Παρασκευή και το Σάββατο) δεν συνιστά περιορισμό στην επαγγελματική ελευθερία
των φαρμακοποιών, αλλά αντίθετα παρέχει στους τελευταίους μεγαλύτερη ελευθερία
κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους. Κρίθηκε, ειδικότερα, ότι:
«το ως άνω διευρυμένο ωράριο λειτουργίας των
φαρμακείων, τα οποία, μολονότι
αποτελούν επιχειρήσεις, εν τούτοις παρέχουν υπηρεσίες που συνδέονται άμεσα με
την προστασία της δημόσιας υγείας, θεσπίζεται γενικώς και κατά τρόπο
αντικειμενικό, αποβλέπει δε στην
εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, συνισταμένου, στην εναρμονιζόμενη
με την εξαγγελόμενη στο άρθρο 21 παρ.3 του Συντάγματος μέριμνα του Κράτους για
την υγεία των πολιτών, ευχερέστερη
πρόσβαση του πληθυσμού στα φαρμακεία, προκειμένου να εφοδιάζεται κατά τρόπο
ασφαλή με τα αναγκαία φάρμακα, δηλαδή με προϊόντα που συνιστούν αγαθό
ύψιστης σημασίας, όπως είναι η υγεία, είναι προαιρετικό και κατ’ ουδένα τρόπο θίγει,
είτε το υφιστάμενο νόμιμο ωράριο λειτουργίας των φαρμακείων, είτε το σύστημα
εφημεριών, ήτοι τις υποχρεωτικές διημερεύσεις και διανυκτερεύσεις των
φαρμακείων, αλλά αντιθέτως, παρέχει τη δυνατότητα λειτουργίας, κατά τη διάρκεια
του ωραρίου των εφημεριών, αριθμού φαρμακείων μεγαλύτερου από τον υποχρεωτικά
οριζόμενο».
Περαιτέρω, δυνάμει της εν λόγω απόφασης του ακυρωτικού δικαστηρίου, η
εισαγωγή του διευρυμένου ωραρίου δεν αντίκειται στην προστατευόμενη από τη
διάταξη του άρθρου 5 παρ.1 του Συντάγματος επαγγελματική ελευθερία των
φαρμακοποιών, στην κατοχυρωμένη από τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 4 του
Συντάγματος αρχή της ισότητας, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 101 και 102
της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΣΛΕΕ) περί
προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Παράλληλα
όμως, ένας χρόνος έχει περάσει από τη δημοσίευση της απόφασης της Επιτροπής
Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας,
η οποία ανέστειλε την ισχύ της διάταξης που καταργεί την αποκλειστική διάθεση
βρεφικού γάλατος από τα φαρμακεία,
πιθανολογώντας σοβαρά την πρόκληση κινδύνων δυσεπανόρθωτης ή και ανεπανόρθωτης
βλάβης της εν λόγω ιδιαίτερα ευαίσθητης και ευπαθούς ομάδας του πληθυσμού, από
τη διάθεση των παρασκευασμάτων για βρέφη πρώτης βρεφικής ηλικίας (έως έξι
μηνών) εκτός φαρμακείων «χωρίς καθοδήγηση
και εποπτεία ειδικού επιστήμονος υγείας όπως ο φαρμακοποιός», ιδίως εφόσον
συνδυαστεί με ακατάλληλη πρακτική σίτισης ή πλημμελή συντήρηση των εν λόγω
τροφίμων.
Η νομιμότητα του φαρμακευτικού μονοπωλίου,
τόσο από την άποψη του συνταγματικού, όσο και από την άποψη του κοινοτικού
δικαίου, έχει γίνει δεκτή και στην περίπτωση
της διάθεσης των συμπληρωμάτων διατροφής, με την υπ’ αριθμ. 931/2010 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με την ανωτέρω απόφαση κρίθηκε, ειδικότερα, ότι η απαγόρευση της διάθεσης
συμπληρωμάτων διατροφής εκτός των φαρμακείων δεν αντίκειται στην επιχειρηματική
ελευθερία, δεδομένου ότι συνιστά «μέτρο
γενικό και αντικειμενικό και αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας,
δηλαδή στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, από το ενδεχόμενο υπερβολικής
ή ανεξέλεγκτης πρόσληψης ουσιών, όπως οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία,
δυνητικά επιβλαβών για την υγεία, για την οποία το κράτος οφείλει να μεριμνά
προληπτικώς, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21
παρ.3 του Συντάγματος»».
ΙΙ. Το θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη
λειτουργία της αγοράς των φαρμακείων και το είδος των παρεχόμενων από αυτά υπηρεσιών
φαρμακευτικής περίθαλψης αποτελεί μεν τον πλέον κρίσιμο, όχι όμως και τον αποκλειστικό,
παράγοντα περιχαράκωσης της σχετικής αγοράς τους. Μείζονα έννομη επιρροή ασκεί,
συγχρόνως, η ανάπτυξη της σχετικής αγοράς των φορέων διάθεσης των
παραφαρμακευτικών προϊόντων και των over-the-counter φαρμάκων, των
οποίων η ίδρυση και λειτουργία υπόκεινται μεν σε ορισμένους από τους
περιορισμούς που ισχύουν και για τα φαρμακεία, π.χ. υγειονομικοί, προσωπικού,
κλπ, αλλά υπάγονται και στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς, π.χ. ελευθερία ως
προς τον τόπο εγκατάστασης.
Ολοένα και συχνότερα διασταυρώνονται τα
πυρά σε πολιτικούς, νομικούς και συνδικαλιστικούς κύκλους, όσον αφορά στη δυνατότητα
της ίδρυσης και της λειτουργίας νέας νομικής και εμπορικής μορφής φορέων
διάθεσης προϊόντων που συνδέονται με την προστασία της ανθρώπινης υγείας, υπό
την ευρεία έννοια που της προσδίδει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ήτοι
νοούμενη ως σωματική, ψυχική και κοινωνική ευεξία. Τα τιθέμενα επιχειρήματα ως
προς την άρση (ή μη) των υφιστάμενων απαγορεύσεων ορρώνται, κάθε φορά, αφενός
υπό το πρίσμα των επιδιωκόμενων σκοπών, όπως της προστασίας της δημόσιας
υγείας, της ελευθερίας της εγκατάστασης, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της
προστασίας του ανταγωνισμού, και αφετέρου υπό το πρίσμα της αρχής της
αναλογικότητας.
Πάγια είναι, πάντως, μέχρι σήμερα η νομολογία του Δικαστηρίου των
Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής Δ.Ε.Κ), σύμφωνα με την οποία η ζωή και η υγεία
των ανθρώπων κατέχουν την πρώτη θέση μεταξύ των αγαθών και των συμφερόντων που
προστατεύει η Συνθήκη και «οσάκις
υφίστανται αμφιβολίες ως προς τη συνδρομή ή τη σημασία των κινδύνων για τη
δημόσια υγεία, το κράτος μέλος πρέπει να μπορεί να λαμβάνει μέτρα προστασίας
χωρίς να οφείλει να αναμένει να αποδειχθεί πλήρως το υποστατό των εν λόγω
κινδύνων».
Δυνάμει
των ανωτέρω, έχουν κριθεί ως συνάδουσες με το ενωσιακό δίκαιο κανονιστικές
ρυθμίσεις που αφορούν σε περιορισμούς που επιβάλλονται ως προς τη γεωγραφική
κατανομή των φαρμακείων, προκειμένου να διασφαλίζεται η παροχή αξιόπιστων, τόσο στο εδαφικό, όσο και στο
χρονικό επίπεδο, και καλής ποιότητας, φαρμακευτικών υπηρεσιών.
Μάλιστα, στις προτάσεις που κατέθεσε πρόσφατα ο Γενικός Εισαγγελέα του
Δ.Ε.Κ. Nils Wahl, κατά την εξέταση
προδικαστικού ερωτήματος που αφορά στην άρνηση
των τοπικών υγειονομικών αρχών, του Υπουργείου Υγείας και του Οργανισμού
Φαρμάκων στην Ιταλία, να χορηγήσουν σε
φαρμακοποιούς-ιδιοκτήτριες καταστημάτων πώλησης παραφαρμακευτικών ειδών,
άδεια για την πώληση φαρμάκων που χορηγούνται μόνο κατόπιν ιατρικής συνταγής,
των οποίων, όμως, το κόστος δεν
καλύπτεται από το εθνικό σύστημα υγείας, αλλά εξ ολοκλήρου από τον
ασθενή-καταναλωτή, αναφέρεται ότι ο
περιορισμός της διάθεσης των συνταγογραφούμενων φαρμάκων αποκλειστικά από τα
φαρμακεία συνιστά, καταρχήν,
περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ, θεμιτό, όμως, εφόσον προορίζεται για τη
διασφάλιση της παροχής αξιόπιστης και καλής ποιότητας υπηρεσιών σε όλη την
επικράτεια.
Επίσης, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των φαρμακείων, έχει κριθεί από
το Δ.Ε.Κ.
ότι διατάξεις που επιτρέπουν την εκμετάλλευση ιδιωτικών φαρμακείων μόνο στα
φυσικά πρόσωπα που έχουν πτυχίο φαρμακευτικής, και στις εταιρείες των οποίων οι
εταίροι είναι αποκλειστικά φαρμακοποιοί συνιστούν, καταρχήν, περιορισμό της
ελευθερίας της εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Ο εν λόγω
περιορισμός είναι, εντούτοις, ανεκτός στα πλαίσια της κοινοτικής έννομης τάξης,
εφόσον συνιστά μέτρο που διασφαλίζει τη διανομή των φαρμάκων από φαρμακοποιούς
που απολαμβάνουν πραγματικής επαγγελματικής ανεξαρτησίας, η προσβολή της οποίας
θα μπορούσε να επηρεάσει το επίπεδο της ασφάλειας και της ποιότητας του
εφοδιασμού του πληθυσμού με φάρμακα.
Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, το Δ.Ε.Κ. έχει
κρίνει αυστηρότερα το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο που απαγορεύει καθολικά
εναλλακτικούς τρόπους εμπορίας προϊόντων υγείας. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την
περίπτωση της απόλυτης απαγόρευσης της διαδικτυακής πώλησης φακών επαφής, το
οποίο κρίθηκε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό προστασίας
της δημόσιας υγείας, εφόσον ο ανωτέρω σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με μέτρα
λιγότερα περιοριστικά του ενδοκοινοτικού εμπορίου, όπως η παράδοση εμπορευμάτων
από εξειδικευμένο προσωπικό.
III. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η σωματική, ψυχική και κοινωνική
ευεξία του πολίτη συνιστά ένα αγαθό ύψιστης σημασίας, το οποίο αποτελεί θεμελιώδη
συνιστώσα για την εξελικτική πορεία της κοινωνίας και την «υγιή» λειτουργία της.
Δεν χωρούν, συνεπώς, θεσμικές «ελαστικοποιήσεις», για λόγους που υπαγορεύουν
αμιγώς οι δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες ή οι αναπτυξιακές ανάγκες της
αγοράς.
Παρά
ταύτα, τα μέσα με τα οποία μπορεί να προστατευτεί αποτελεσματικά η δημόσια
υγεία δεν είναι ούτε στατικά, ούτε αδιαπραγμάτευτα. Έτσι, η αρτηριοσκληρωτική
στάση απέναντι σε εναλλακτικούς τρόπους διάθεσης φαρμακευτικών προϊόντων, και
προϊόντων υγείας εν γένει, οδηγεί τελικά σε καταστρατήγηση των αυτών διατάξεων
που προστατεύουν την υγεία ως δημόσιο κοινωνικό αγαθό.
Τη
στιγμή που διεξάγονται ατέρμονες συζητήσεις και λαμβάνουν χώρα έντονες διαμάχες
γύρω από το μονοπώλιο διάθεσης διαφόρων κστηγοριών φαρμακευτικών και
παραφαρμακευτικών προϊόντων από τα φαρμακεία, θα μπορούσαν να εξεταστούν και να
δρομολογηθούν νέες ασφαλιστικές δικλείδες προστασίας της υγείας, όπως: Εξέταση
ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου για την on-line πώληση παραφαρμακευτικών προϊόντων και OTC, το οποίο θα προβλέπει, μεταξύ άλλων, τους αναγκαίους
και αποτελεσματικούς μηχανισμούς προστασίας του «ασθενούς»-καταναλωτή (π.χ.
παράδοση από επιστημονικό προσωπικό, δυνάμενο να παρέχει κατευθυντήριες οδηγίες
και υπεύθυνη πληροφόρηση για την ορθολογική χρήση), καθιέρωση ενός προτύπου «ενημερωμένου
ασθενούς» και εφαρμογή στρατηγικών υλοποίησής του, αποτελεσματική λειτουργία
των μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας των πωλούμενων σκευασμάτων, ιχληλάτηση των
πωλούμενων προϊόντων υγείας με τη χρήση κωδικοποίησης και ταυτόχρονη διασφάλιση
της προστασίας των προσωπικών δεδομένων του ασθενούς-καταναλωτή κλπ.