Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012

Αναθεώρηση του Κανονιστικού Πλαισίου των Ιατροτεχνολογικών και των In Vitro Διαγνωστικών Προϊόντων. Εύα Κων. Κίτσιου

        Η ενίσχυση της ασφάλειας των ασθενών, της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητας του κλάδου των ιατροτεχνολογικών προϊόντων και η ταχεία και οικονομικά συμφέρουσα πρόσβαση στην αγορά των οικείων προϊόντων συνιστούν τους βασικούς πυλώνες της προτεινόμενης αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου της αγοράς των ιατροτεχνολογικών προϊόντων και των in vitro διαγνωστικών ιατροτεχνολογικών προϊόντων.
Μέχρι και σήμερα, ο μεν τομέας των ιατροτεχνολογικών προϊόντων ρυθμίζεται από τις κοινοτικές οδηγίες 90/385/ΕΟΚ (ενεργά εμφυτεύσιμα προϊόντα) και 93/43/ΕΟΚ (ιατροτεχνολογικά προϊόντα), και ο δε τομέας των in vitro διαγνωστικών ιατροτεχνολογικών προϊόντων από την κοινοτική οδηγία 98/79/ΕΚ.

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2012, και κατόπιν της διενέργειας δημόσιων διαβουλεύσεων (2008, 2010), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε δύο προτάσεις για την αντικατάσταση των ανωτέρω οδηγιών από αντίστοιχους Κανονισμούς, οι οποίοι θα ρυθμίζουν τις συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων υγείας.

Αναφορικά με ζητήματα που άπτονται της έννοιας των εν λόγω δύο κατηγοριών προϊόντων, οι υποβληθείσες προτάσεις προβλέπουν ρητά ότι: Ιατροτεχνολογικά προϊόντα δεν συνιστούν: α) ανθρώπινοι ιστοί και κύτταρα και προϊόντα που προέρχονται από ανθρώπινους ιστούς και κύτταρα, τα οποία δεν έχουν υποστεί ουσιώδη επεξεργασία, και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/83/ΕΚ, και β) εμφυτεύματα που δεν προορίζονται για ιατρική χρήση, τα οποία προσομοιάζουν με ιατροτεχνολογικά προϊόντα ως προς τα χαρακτηριστικά και την επικινδυνότητά τους (π.χ. εμφυτεύματα για αισθητικούς σκοπούς).

In vitro διαγνωστικά προϊόντα συνιστούν ρητά: α) Ιατροτεχνολογικά προϊόντα υψηλού κινδύνου που κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται στα πλαίσια ενός μόνο ιδρύματος υγείας, β) Δοκιμές που παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την προδιάθεση για πρόβλημα υγείας ή ασθένεια (π.χ. γενετικές δοκιμές), και οι δοκιμές που παρέχουν πληροφορίες για την πρόβλεψη της ανταπόκρισης ή των αντιδράσεων στη θεραπεία (π.χ. συνοδοί διάγνωσης), γ) Το ιατρικό λογισμικό που προορίζεται ειδικά από τον κατασκευαστή για μία ή περισσότερες από τις ιατρικές χρήσεις που περιλαμβάνονται στον ορισμό του in vitro διαγνωστικού προϊόντος.

Θεσμική ασφαλιστική δικλείδα μείζονος σημασίας, τόσο για το υψηλό επίπεδο υγείας των χρηστών και των ασθενών-χρηστών, όσο για τη διαφάνεια στον οικείο κλάδο, συνιστούν:
Α. Η ταξινόμηση των προϊόντων ανάλογα με τους κινδύνους υγείας που συνεπάγονται για τον χρήστη τους. Καθιερώνονται οι κατηγορίες Α (χαμηλότερου κινδύνου), Β, Γ και Δ (υψηλότερου κινδύνου).
Β. Η διάκριση των διαδικασιών της αξιολόγησης της συμμόρφωσης ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκει το προϊόν. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις των προϊόντων που υπάγονται στην Α κατηγορία, η αξιολόγηση της συμμόρφωσης διενεργείται με αποκλειστική ευθύνη του κατασκευαστή, ενώ προκειμένου για τα προϊόντα που κατατάσσονται στις υπό Β, Γ και Δ κατηγορίες η συμμετοχή των επίσημων φορέων αξιολόγησης είναι υποχρεωτική, και διακρίνεται ανά κατηγορία προϊόντων μόνο ως προς το στάδιο κατά το οποίο διενεργείται η διαδικασία της αξιολόγησης συμμόρφωσης. Ενδεικτικά, αναφέρουμε την υπό Δ κατηγορία, για την οποία προβλέπεται ότι προηγείται υποχρεωτικά της διαθέσεως του προϊόντος στην αγορά η ρητή προηγούμενη έγκριση του σχεδίου ή του τύπου του ιατροτεχνολογικού προϊόντος και του συστήματος διαχείρισης της ποιότητας.
Γ. Η διάκριση των νομικών υποχρεώσεων του κατασκευαστή του προϊόντος ανάλογα με την κατηγορία κινδύνου στην οποία ανήκει το προϊόν που παράγει. Έτσι, οι κατασκευαστές των προϊόντων υψηλού κινδύνου υποχρεούνται να δημοσιεύουν περίληψη αναφορικά με την ασφάλεια και τις επιδόσεις των προϊόντων τους, καθώς και τα βασικά στοιχεία των συνοδευτικών κλινικών δεδομένων.
Περαιτέρω, εκτείνεται το εύρος των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στην Eudamed (ευρωπαϊκή τράπεζα δεδομένων για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα). Η εν λόγω τράπεζα θα περιλαμβάνει τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα που εντάσσονται σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα ταυτοποίησης (UDI), τους οικείους οικονομικούς φορείς (κατασκευαστές, εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους, εισαγωγείς, διανομείς), τα πιστοποιητικά που εκδίδουν οι φορείς αξιολόγησης της συμμόρφωσης (κοινοποιημένοι οργανισμοί), τις μελέτες των κλινικών επιδόσεων, στοιχεία αντλούμενα από την εφαρμογή μηχανισμών επαγρύπνησης και εποπτείας της σχετικής αγοράς (περιγραφή σοβαρών περιστατικών, διορθωτικών μέτρων περιστολής του κινδύνου επανάληψης του περιστατικού κλπ).
Τέλος, ο κοινοτικός νομοθέτης «δανείζεται» ρυθμίσεις από τη νομοθεσία που διέπει τα φάρμακα. Για παράδειγμα, εισάγει την έννοια του «ειδικευμένου προσώπου», δηλαδή του προσώπου, το οποίο, στα πλαίσια της οργανωτικής δομής του κατασκευαστή είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή του οικείου κανονιστικού πλαισίου, καθώς και την έννοια του «αναδόχου», προκειμένου για τη διεξαγωγή παρεμβατικών μελετών κλινικών επιδόσεων και ρυθμίζει με ειδικές διατάξεις τη διεξαγωγή του παράλληλου εμπορίου (ρύθμιση ζητημάτων επανασυσκευασίας, εκ νέου επισήμανσης κλπ.).

Η ταχεία εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας σε συνδυασμό την αυξημένη ζήτηση των υπηρεσιών ιατρικής και αισθητικής αποκατάστασης και επέμβασης προοιωνίζει τις σημαντικές εμπορικές προοπτικές της αγοράς των ιατροτεχνολογικών προϊόντων. Η άμεση εφαρμογή των πρόσφατων θεσμικών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με επιμέλεια και συνέπεια από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, παρέχει τα απαιτούμενα εχέγγυα για την ισόρροπη και υγιή λειτουργία της αγοράς των ιατροτεχνολογικών προϊόντων προς όφελος των χρηστών και των ασθενών, η οποία «επιβραβεύει» τις επιχειρήσεις που δεν φείδονται σημαντικών χρηματικών επενδύσεων για την κατασκευή και τη διάθεση προϊόντων με υψηλές προδιαγραφές ασφάλειας και ποιότητας.


Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Pharma & Health Business», στο 09ο τεύχος Οκτωβρίου του 2012

Οι Θεσμικές Αλλαγές στον Τομέα των Κλινικών Δοκιμών Φαρμάκων στην Ε.Ε. Εύα Κων. Κίτσιου

Το θεσμικό πλαίσιο της διενέργειας κλινικών δοκιμών φαρμάκων ρυθμίζεται μέχρι σήμερα με την κοινοτική οδηγία 2001/20. Ο απολογισμός της δεκαετίας που ακολούθησε τη θέσπιση του ανωτέρω ρυθμιστικού πλαισίου περιλαμβάνει τόσο θετικά όσο και αρνητικά δεδομένα, που συνοψίζονται στα εξής:
  • Υψηλότερο επίπεδο ασφάλειας και ορθότητας, δυνάμει της εφαρμογής αυστηρότερων κανόνων δεοντολογίας.
  • Ενίσχυση της αξιοπιστίας των δεδομένων των κλινικών δοκιμών.
  • Αύξηση του κόστους της διεξαγωγής της κλινικής δοκιμής.
  • Αύξησης του κόστους της ασφάλισης των συμμετεχόντων που βαρύνει τις αναδόχους βιομηχανίες.
  • Αύξηση της μέσης καθυστέρησης για τη διεξαγωγή μιας κλινικής δοκιμής (κατά 90%).

Οι διοικητικές γραφειοκρατικές καθυστερήσεις και το πολυδάπανο των κλινικών δοκιμών είχαν ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της φαρμακευτικής έρευνας εντός της Ένωσης και κατέδειξαν την αναγκαιότητα θέσπισης ενός νέου κανονιστικού πλαισίου.
Επιπλέον, ο νέος επιστημονικός προσανατολισμός των κλινικών δοκιμών σε ασθενείς που ομαδοποιούνται βάσει γονιδιακών πληροφοριών (γονιδιακή φαρμακευτική θεραπεία) επιβάλλει de facto την επίτευξη υψηλότερου βαθμού εναρμόνισης, λόγω της συμμετοχής ασθενών από μεγάλο αριθμό κρατών-μελών, προκειμένου να επιτευχθεί ένας επαρκής αριθμός συμμετεχόντων για τη διεξαγωγή της συγκεκριμένης κατηγορίας δοκιμών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στοχεύοντας στην αποδυνάμωση των εν λόγω αρνητικών παραγόντων και στη θεσμική προσαρμογή στις νέες επιστημονικές προκλήσεις, υπέβαλε στις 17 Ιουλίου 2012 πρόταση Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις κλινικές δοκιμές των φαρμάκων που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση και για την κατάργηση της οδηγίας 2001/20/ΕΚ».

Βασικές προτεινόμενες ενωσιακές θεσμικές αλλαγές είναι οι εξής:

α. Η έγκριση, η διεξαγωγή και η δημοσίευση των αποτελεσμάτων των κλινικών δοκιμών ρυθμίζεται πλέον με Κανονισμό της Ε.Ε, και όχι με κοινοτική οδηγία. Αυτό σημαίνει ότι οι διατάξεις είναι άμεσης εφαρμογής στις έννομες τάξεις των κρατών-μελών, και δεν απαιτείται ενσωμάτωση.
β. Εισάγεται η ευρύτερη έννοια της «κλινικής μελέτης», η οποία περιλαμβάνει την «κλινική δοκιμή» ως ειδική κατηγορία. Η ανωτέρω εννοιολογική προσέγγιση ερείδεται στη διάκριση μεταξύ «κλινικής δοκιμής» και «μη παρεμβατικής μελέτης» (μετεγκριτικές μελέτες ασφαλείας μεταξύ ιατρών ή «άντληση δεδομένων», οι οποίες ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Κοινοτικού Κώδικα για τα Φάρμακα).
γ. Νέα διαδικασία έγκρισης, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
  • Υποβολή της αίτησης αποκλειστικά μέσω της διαδικτυακής πύλης που θα δημιουργηθεί και θα διατηρείται από την Επιτροπή και θα λειτουργεί ως ενιαίο σημείο εισόδου για την υποβολή στοιχείων και πληροφοριών που αφορούν τις κλινικές δοκιμές.
  • Όταν η αίτηση αφορά τη διεξαγωγή κλινικής δοκιμής σε περισσότερα του ενός κράτη – μέλη, ορίζεται ένα κοινοποιούν κράτος-μέλος.
  • Θέσπιση της σιωπηρής έγκρισης και της σιωπηρής απόσυρσης σε όλα τα επιμέρους στάδια της εξέτασης της αίτησης έγκρισης, ως ασφαλιστική δικλείδα συμμόρφωσης όλων των εμπλεκομένων με τις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό προθεσμίες.
Παράδειγμα 1: Εάν το κοινοποιούν κράτος-μέλος δεν ενημερώσει τον ανάδοχο εντός έξι ημερών από την υποβολή της αίτησης ότι η τελευταία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού, είναι πλήρης και θεωρείται χαμηλής παρέμβασης, αν έχει υποβληθεί ως τέτοια από τον ανάδοχο, τεκμαίρεται ότι πληρούνται όλες οι ανωτέρω προϋποθέσεις και έπεται η κατάρτιση της έκθεσης αξιολόγησης.
Παράδειγμα 2: Εάν το κοινοποιούν κράτος-μέλος διατυπώσει ότι δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, ορίζει στον ανάδοχο μέγιστη προθεσμία έξι ημερών να υποβάλει οι παρατηρήσεις. Εάν η εξαήμερη προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η αίτηση τεκμαίρεται ως αποσυρθείσα.
  • Ένα κράτος – μέλος δύναται να διαφωνεί με την απόφαση του κοινοποιούντος κράτους-μέλους, μόνο για τους ακόλουθους λόγους:
  1. Υπάρχουν σημαντικές διαφορές στη συνήθη κλινική πρακτική μεταξύ του οικείου και του κοινοποιούντος κράτους-μέλους, οι οποίες θα είχαν ως αποτέλεσμα να λάβει ο συμμετέχων κατώτερη αγωγή από τη συνήθη κλινική πρακτική.
  2. Παραβιάζεται η εθνική νομοθεσία που απαγορεύει η περιορίζει τη χρήση οποιουδήποτε συγκεκριμένου είδους ανθρώπινων ή ζωϊκών κυττάρων ή την πώληση, προμήθεια ή χρήση φαρμάκων που περιέχουν, αποτελούνται ή προέρχονται από αυτά τα κύτταρα.
δ. Προβλέπεται η περίπτωση της κλινικής δοκιμής σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, δηλαδή η περίπτωση όπου λόγω του επείγοντος χαρακτήρα της κατάστασης, που οφείλεται σε μια αιφνίδια παθολογία που συνιστά απειλή για τη ζωή ή σε άλλη αιφνίδια σοβαρή παθολογία, είναι αδύνατον να ληφθεί εκ των προτέρων η εν επίγνωση συναίνεση του συμμετέχοντα και είναι αδύνατο να παρασχεθεί εκ των προτέρων ενημέρωση στον συμμετέχοντα και δεν υπάρχει νόμιμος εκπρόσωπος.
ε. Καθιερώνεται εθνικός μηχανισμός αποζημίωσης για την αποκατάσταση τυχόν ζημιάς που υπέστη ο συμμετέχων σε κλινική δοκιμή.
  • Ο μηχανισμός είναι δωρεάν, προκειμένου για κλινικές δοκιμές που δεν προορίζονταν – κατά τη χρονική στιγμή υποβολής της αίτησης προς έγκριση – να χρησιμοποιηθούν για τη λήψη της άδειας κυκλοφορίας φαρμάκου.
  • Καταβολή τέλους για όλες τις άλλες κατηγορίες κλινικών δοκιμών, το οποίο καθορίζεται λαμβανομένων υπόψη του κινδύνου της κλινικής δοκιμής, της δυνητικής ζημίας και της πιθανότητας ζημίας.

Οι ανωτέρω θεσμικές μεταρρυθμίσεις στοχεύουν στην ουσιαστική πραγμάτωση της εσωτερικής αγοράς των κλινικών δοκιμών και στη διαμόρφωση υψηλών προτύπων ποιότητας και ασφάλειας για τα φάρμακα. Κυρίως όμως, στοχεύουν στη διασφάλιση δύο βασικών εννόμων αγαθών υπέρ του ασθενούς:
  • Παροχή αποτελεσματικής φαρμακευτικής αγωγής στον ασθενή, η οποία επιτυγχάνεται εφόσον τα δεδομένα που προκύπτουν από την κλινική δοκιμή είναι αξιόπιστα και ανθεκτικά, όσον αφορά και την ποιότητα, και την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου.
  • Ταχεία πρόσβαση σε νέα και καινοτόμα φάρμακα και αγωγές. 


    Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Pharma & Health Business», στο 08ο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου-Σεπτεμβρίου του 2012