Στις 11 Ιουνίου 2010, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την επίσημη ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ότι ο ιός Α/Η1Ν1 συνιστά πανδημία, που απειλεί την παγκόσμια υγεία. Τη χρονική στιγμή της "επετείου" της πανδημικής γρίπης αποκαλύφθηκε από την Βρετανική εφημερίδα "Guardian" ότι, σύμφωνα με την έρευνα που δημοσίευσε το διεθνές αναγνωρισμένο ιατρικό περιοδικό "British Medical Journal", οι τρείς επιστήμονες που συνέταξαν τις οδηγίες του ανωτέρω διεθνούς οργανισμού για την αγορά των φαρμάκων "Tamiflu" και "Relenza" τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την προληπτική και κατασταλτική αντιμετώπιση της γρίπης Η1Ν1 είχαν λάβει αμοιβές από τις φαρμακευτικές εταιρείες "Roche" και "GlaxoSmithKline" αντιστοίχως, για την τεκμηρίωση της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας των δραστικών ουσιών που περιείχαν τα εν λόγω φάρμακα. Αναπόδραστα, η διαπλοκή ενός διεθνούς οργανισμού που είναι επιφορτισμένος με την προάσπιση και την προαγωγή ενός υψηλού επιπέδου δημόσιας υγείας με ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα κλόνισε συθέμελα την δημόσια πίστη όσον αφορά στο ρόλο του κράτους ως θεματοφύλακα της δημόσιας υγείας μη εξαρτώμενου από οικονομικού χαρακτήρα σκοπιμότητες.
Υπό το φως της κοινωνικής κατακραυγής για το "ηθικά απυρόβλητο" της δημόσιας πολιτικής υγείας είναι μονόδρομος τόσο για τον επιστήμονα του τομέα της υγείας όσο και για το μέσο ασθενή-καταναλωτή-πολίτη, ο επικριτικός λόγος για την από 22 Απριλίου 2010 απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με την οποία:
Είναι νόμιμη, στα πλαίσια της περιστολής των δημόσιων φαρμακευτικών δαπανών η συνταγογράφηση από τον ιατρό, έναντι οικονομικών ωφελημάτων που του παρέχει το κράτος, ειδικώς επονομαζόμενων φαρμάκων τα οποία δε θα είχε συνταγογραφήσει αν δεν είχε τα συγκεκριμένα οικονομικά κίνητρα.
Η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση φέρεται να ακροβατεί μεταξύ της θεμελιώδους υποχρέωσης των κρατών μελών να διασφαλίζουν ένα επίπεδο υγείας συνάδον με τη σύγχρονη έννοια της ανθρώπινης αξίας και της αποτροπής της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος που προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών υγείας. Στην πραγματικότητα, το κοινοτικό δικαστήριο εγκλωβίζεται στο σύννεφο της διεθνούς οικονομικής κρίσης και θυσιάζει με τη θέσπιση αόριστων αξιολογικών κριτηρίων την επιλογή της καταλληλότερης για τον ασθενή θεραπείας στο βωμό της περιστολής των δημόσιων υγειονομικών δαπανών.
Η ανθρώπινη υγεία είναι το έννομο αγαθό που κατοχυρώνουν υπέρ όλων και οι διεθνείς συνθήκες και η Συνθήκη Λειτουργίας της Ερωπαϊκής Ένωσης και τα εθνικά συντάγματα, εν τούτοις είναι από τα πρώτα ανθρώπινα αγαθά που επαληθεύουν τη ρήση "Δρυός Πεσούσης Πας Ανήρ Ξυλεύεται".
Υπό το φως της κοινωνικής κατακραυγής για το "ηθικά απυρόβλητο" της δημόσιας πολιτικής υγείας είναι μονόδρομος τόσο για τον επιστήμονα του τομέα της υγείας όσο και για το μέσο ασθενή-καταναλωτή-πολίτη, ο επικριτικός λόγος για την από 22 Απριλίου 2010 απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σύμφωνα με την οποία:
Είναι νόμιμη, στα πλαίσια της περιστολής των δημόσιων φαρμακευτικών δαπανών η συνταγογράφηση από τον ιατρό, έναντι οικονομικών ωφελημάτων που του παρέχει το κράτος, ειδικώς επονομαζόμενων φαρμάκων τα οποία δε θα είχε συνταγογραφήσει αν δεν είχε τα συγκεκριμένα οικονομικά κίνητρα.
Η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση φέρεται να ακροβατεί μεταξύ της θεμελιώδους υποχρέωσης των κρατών μελών να διασφαλίζουν ένα επίπεδο υγείας συνάδον με τη σύγχρονη έννοια της ανθρώπινης αξίας και της αποτροπής της διασπάθισης του δημόσιου χρήματος που προορίζεται για την κάλυψη των δαπανών υγείας. Στην πραγματικότητα, το κοινοτικό δικαστήριο εγκλωβίζεται στο σύννεφο της διεθνούς οικονομικής κρίσης και θυσιάζει με τη θέσπιση αόριστων αξιολογικών κριτηρίων την επιλογή της καταλληλότερης για τον ασθενή θεραπείας στο βωμό της περιστολής των δημόσιων υγειονομικών δαπανών.
Η ανθρώπινη υγεία είναι το έννομο αγαθό που κατοχυρώνουν υπέρ όλων και οι διεθνείς συνθήκες και η Συνθήκη Λειτουργίας της Ερωπαϊκής Ένωσης και τα εθνικά συντάγματα, εν τούτοις είναι από τα πρώτα ανθρώπινα αγαθά που επαληθεύουν τη ρήση "Δρυός Πεσούσης Πας Ανήρ Ξυλεύεται".